από την Σταυρούλα Τσούτσα.
Το κοριτσάκι άκουγε μαγεμένο. Η μελαγχολική μελωδία του τραγουδιού ταίριαζε τόσο με τη βαθιά φωνή του πατέρα. Το δωμάτιο βάφτηκε με μαβιά χρώματα. Πήγε να σιγοτραγουδήσει το σκοπό μαζί του, μα δεν έβγαινε η φωνή της, πνίγηκε σε ένα λυγμό και τα ματάκια της βούρκωσαν.
Ο πατέρας την κατάλαβε και σταμάτησε το τραγούδι του.
– Είδες τι όμορφο τραγούδι; τη ρώτησε χαμογελώντας.
– Με κάνει να κλαίω, μπαμπά! του απάντησε εκείνη κι ένα δάκρυ κύλησε ασυγκράτητο στο ροδαλό μάγουλο. Αλλά μη σταματάς! Πες το!
Ο πατέρας συνέχισε το τραγούδι.
– Γιατί να κλαίω, μπαμπά, αφού μου αρέσει τόσο…, συνέχισε σκουπίζοντας με το πάνω μέρος της παλάμης τα μάτια της.
– Μάλλον πρέπει να σου διηγηθώ την ιστορία αυτού του τραγουδιού… Λοιπόν, κάποτε, όταν ήμουν παιδί ζούσε στην Αθήνα ένας σπουδαίος τραγουδοποιός, τον έλεγαν Αττίκ.
– Τι παράξενο όνομα! είπε η μικρή.
– Ναι, με αυτό το όνομα ήταν γνωστός, αλλά το πραγματικό του όνομα ήταν Κλέων Τριανταφυλλίδης.
Και κάπως έτσι ήταν η ιστορία του…

Ο Κλέων είχε γεννηθεί στην Αίγυπτο από εύπορους γονείς, οι οποίοι φρόντισαν από νωρίς να καλλιεργήσουν το ταλέντο του στη μουσική. Από μικρός έμαθε πιάνο και φλάουτο. Αργότερα, σπούδασε μουσική στο Παρίσι και εκεί γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Γρήγορα έγινε πολύ γνωστός ως συνθέτης και ταξίδευε σε όλον τον Κόσμο για συναυλίες.
Δυστυχώς, άσχημες οικογενειακές καταστάσεις τον ανάγκασαν να γυρίσει εσπευσμένα πίσω στην Αθήνα, αφήνοντας μια επιτυχημένη καλλιτεχνική πορεία. Δυστυχώς για εκείνον, αλλά ευτυχώς για εμάς που γνωρίσαμε τη μουσική του.
Ο Αττίκ ήταν ο πρώτος Ελληνας συνθέτης που έγραψε ευρωπαϊκό τραγούδι και έκανε γνωστό αυτό το είδος στο ελληνικό κοινό. Ομως, παρά την ευρωπαϊκή μουσική οι στίχοι του είναι ελληνικοί και εξαιρετικά ποιοτικοί.
Στην Αθήνα, ο δικός του θίασος, η «Μάντρα του Αττίκ», γνώρισε τεράστια επιτυχία και από εκεί πέρασαν μεγάλοι καλλιτέχνες της εποχής, όπως η Νινή Ζαχά, οι αδερφές Καλουτά, ο Οικονομίδης, η Ποζέλι και άλλοι πολλοί. Ο Αττίκ δεν ήταν μόνο συνθέτης, αλλά και τραγουδιστής, εξαίρετος πιανίστας, ηθοποιός, μίμος και διασκεδαστής. Ενας καλλιτέχνης πραγματικά μεγάλος.
Η προσωπική του ζωή ήταν πολυτάραχη. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Η πρώτη του γυναίκα πέθανε λίγο μετά το θάνατο του μοναδικού παιδιού τους. Η δεύτερη, ήταν μία πανέμορφη ηθοποιός, η Μαρίκα Φιλιππίδου, την οποία ο Αττίκ είχε ερωτευτεί τρελά.
Για τα όμορφα μάτια της είχε γράψει ένα γνωστό βαλσάκι της εποχής το «Είδα μάτια», το οποίο είχε γίνει εξαιρετικά αγαπητό στο κοινό. Η Μαρίκα όμως, τον εγκατέλειψε για τον αξιωματικό Σταμάτη Μερκούρη, με τον οποίο αργότερα απέκτησε την Μελίνα Μερκούρη. Καταρρακωμένος από το χωρισμό του, παντρεύεται μια Ρωσίδα καλλιτέχνιδα με την οποία έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Μια βραδιά που έπαιζε στη Μάντρα του, μπήκε μέσα η Μαρίκα μαζί με τον καινούριο σύζυγό της και κάθονται στις πρώτες θέσεις. Οι υπόλοιποι θεατές την αναγνώρισαν και σύντομα έγινε σούσουρο. Θέλοντας να πειράξουν τον Αττίκ φωνάζουν επίμονα και ρυθμικά το «Είδα μάτια», ζητώντας του να παίξει το τραγούδι που είχε γράψει για εκείνη.
Εκείνος, σταματάει να παίζει πιάνο, σηκώνεται και μπαίνει σκυφτός στα καμαρίνια. Το κοινό ξαφνιάζεται από την αντίδρασή του, ωστόσο, κανείς δεν σηκώνεται να φύγει. Υστερα από δέκα λεπτά ο καλλιτέχνης, βγαίνει και κάθεται ξανά στο πιάνο του και δίνει την απάντηση με το δικό του μοναδικό τρόπο:
.
Ζητάτε να σας πω
τον πρώτο μου σκοπό
τα περασμένα μου γινάτια
ζητάτε «είδα μάτια»
με σκίζετε κομμάτια.
Σε μια παλιά πληγή
που ακόμα αιμορραγεί
μη μου γυρνάτε το μαχαίρι
αφού ο καθένας ξέρει
τι πόνο θα μου φέρει.
Είναι πολύ σκληρό
να σου ζητούν να τραγουδήσεις
έναν παλιό σκοπό
που προσπαθείς να λησμονήσεις
Στο γλέντι σας αυτό
δε θα ’τανε σωστό
αντί για άλλο πιοτό
να πιω εγώ φαρμάκι
μ’ ένα τέτοιο τραγουδάκι.
Γελάτε ειρωνικά
και λέτε μυστικά
ίσως με κάποια καταφρόνια
μια και περάσαν χρόνια
εσύ τι κλαις αιώνια.
Γιατί βαρυγκωμείς
δεν είδαμε και ’μεις
μια ομορφιά σ’ αυτή τη ζήση
δεν πήραμε απ’ τη φύση
καρδιά για ν’ αγαπήσει.
Αχ, δεν είν’ οι καρδιές
όλες το ίδιο καμωμένες
ούτε κι οι ομορφιές
στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες.
Και μες στη συντροφιά
σε κάθε ρουφηξιά
ξεχνώ μιαν ομορφιά
που γέμιζε μεράκι
το παλιό μου τραγουδάκι.
Πόσο συναίσθημα, πόσος λυρισμός, πόση ομορφιά και πόση δύναμη ψυχής κρύβονται σε ένα τραγούδι που γράφτηκε μέσα σε δέκα λεπτά. Σε δέκα λεπτά που η αμηχανία, ο πόνος, το παράπονο ενός ανθρώπου μετατρέπονται σε έργο τέχνης προορισμένο να ζήσει για πάντα. Η Μαρίκα Φιλιππίδου ακούγοντας το τραγούδι, αποχώρησε δακρυσμένη.
Ο πατέρας τελείωσε την ιστορία του. Το κοριτσάκι έμεινε να τον κοιτάει εντυπωσιασμένο.
– Κι όλο αυτό το έγραψε σε δέκα λεπτά; ρώτησε με την αμφιβολία ζωγραφισμένη στο βλέμμα της.
– Σε δέκα λεπτά, τόσο χρειάστηκε ο καλλιτέχνης, για να απαντήσει στο κοινό του. Τόσο μεγάλος ήταν.
– Και τι έγινε μετά, μπαμπά; Εζησε καλά ο Αττίκ;
– Νομίζω πως ναι, είπε ο πατέρας και το κορίτσι χαμογέλασε.
Δεν της είπε την αλήθεια. Ισως γιατί δεν την ήξερε, ίσως γιατί δεν ήθελε να την στεναχωρήσει.
Εκείνη, έμαθε την αλήθεια, όταν μεγάλωσε. Γιατί δεν ξέχασε εκείνο το τραγουδάκι, και κάποτε ένιωσε την ανάγκη να γνωρίσει καλύτερα τη ζωή και το έργο του καλλιτέχνη. Οταν διάβασε για το τραγικό και τόσο άδικο τέλος του Κλέωνα του, έκλαψε πάλι.
Ο Αττίκ, πέθανε τον Αύγουστο του 1944, όταν η Ελλάδα υπέφερε κάτω από τη γερμανική κατοχή. Ενα βράδυ γυρνώντας σπίτι του, σκόνταψε και έπεσε πάνω σε έναν Γερμανό στρατιώτη. Εκείνος εκνευρίστηκε και με την υπεροχή του κατακτητή άρχισε να χτυπάει με δύναμη τον μικρόσωμο καλλιτέχνη. Τη νύχτα μετά το συμβάν, ο Αττίκ, ευαίσθητος και περήφανος δεν άντεξε το σωματικό πόνο και την ταπείνωση της ψυχής. Πέφτοντας να κοιμηθεί πήρε μεγαλύτερη δόση από το φάρμακό του και δεν ξύπνησε ξανά.
Αυτή, λοιπόν, είναι η ιστορία ενός τραγουδιού και ενός μεγάλου καλλιτέχνη που δεν έτυχε ποτέ ίσως της αναγνώρισης που του άξιζε. Κι αυτό το κείμενο γράφτηκε με αφορμή μια σύγχρονη εκτέλεση του τραγουδιού από τη Μαρίζα Ρίζου. Ετσι, σαν φόρος τιμής στο ρομαντισμό, την ευαισθησία, το στιχουργικό ταλέντο και τη μουσική ευφυΐα του καλλιτέχνη.