από την Μάρθα Πατλακουτζά.
Αγαπημένε μου,
Έχουμε καιρό να βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Έχουμε καιρό να τα πιούμε μέχρι τελικής πτώσης και ακόμα πιότερο καιρό να οδοιπορήσουμε στο χθες.
Θυμάσαι την τελευταία φορά;
Θυμάσαι το δάκρυ που ρίξαμε;
Μουντζούρωσε η μάσκαρα, μουντζούρωσε την καρδιά μας το μασκάρεμα των ανθρώπων.
Θυμάσαι που κάποτε σου τα έλεγα όλα;
Ναι, κάποτε όλα ήταν αλλιώς. Μπορούσα να κλείνω μάτια κι αυτιά στην αλήθεια. Αγαπούσα το παραμύθι. Ξέφευγα σε μια άλλη πραγματικότητα. Αλώνιζα στο όνειρο και ξεχνούσα.
Στο τέλος με ξέχασα. Τότε μου άστραψες ένα χαστούκι και μου θύμισες ότι αυτό το αλητάκι του ονείρου που είχα καταντήσει, ήταν απλά ένας θεατρίνος που είχε ξεμάθει να ζει, να διεκδικεί, να λέει όχι, να λέει… υπάρχω.
Ξέρω σε κούρασα. Βάρυνες και βάρυνα στον πόνο.
Ντράπηκα να σε κοιτάξω. Ίσως και να φοβήθηκα με αυτό που θ’ αντίκριζα.
Αλλά να… σήμερα στον ύπνο μου έκλαιγα. Ξύπνησα με το παράπονο: «γιατί τα πάντα από όσα μου είχε πει να ήταν απλά ψέμα; Γιατί να πρέπει να υπάρχει ακόμα στο μυαλό μου;»
Αλλά να… είμαι καλά και δεν ξαναγυρίζω στα παλιά.
Παντοτινά δικός σου
Υ.Γ.
Ο εαυτός σου