Από τη Μαρία Στεφάνου
Θυμάμαι όλα εκείνα τ’ απογεύματα που παίζαμε με τις κούκλες. Στήναμε τα σκηνικά μας, τοποθετούσαμε προσεχτικά το σερβίτσιο του τσαγιού κι ύστερα ξεκινούσε το παιχνίδι. Εγώ και η Ανδριανή. Η Ανδριανή κι εγώ.
Το κεφάλι της μητέρας της, της Μαρίζας, ξεπρόβαλε από την πόρτα κι έφερνε πάντα σ’ έναν δίσκο με παραστάσεις από τη μακρινή πατρίδα της, σάντουιτς και πορτοκαλάδες. Κι ήταν αυτά τα πιο νόστιμα σάντουιτς που έχω φάει σ’ ολόκληρη τη ζωή μου, τ’ ορκίζομαι.
Πίσω της ακολουθούσε η Ρίκα, ένα ναζιάρικο, χαριτωμένο κανίς, ντυμένο με κάποιο χειροποίητο πλεκτό από τα χεράκια της Μαρίζας. Παίζαμε και γελούσαμε. Γελούσαμε και παίζαμε.
Κάναμε τη Ρίκα περούκα, της φορούσαμε την αποκριάτικη στολή της βασίλισσας και χορεύαμε με τα διάσημα παιδικά τραγούδια της εποχής.
«Περιστέρια άσπρα πετούν…»
Κι ύστερα η πόρτα άνοιγε κι εμφανιζόταν εκείνος στο κατώφλι. Το γέλιο, η χαρά και το παιχνίδι κόβονταν απότομα.
Μάζευα γρήγορα γρήγορα τα πράγματά μου κι εξαφανιζόμουν. Περίμενα υπομονετικά την επόμενη φορά που η Ανδριανή θα με καλούσε στο σπίτι της για να παίξουμε.
«Όταν έρχεται αυτός να φεύγεις», με συμβούλευε η μητέρα μου. Κουνούσα το κεφάλι καταφατικά αφού τον έτρεμα και δεν υπήρχε περίπτωση, έτσι κι αλλιώς να μείνω εκεί ούτε για ένα λεπτό μετά την εμφάνισή του.
Η Μαρίζα κατά καιρούς δούλευε, έκανε μεροκάματα. Σφουγγάριζε σκάλες, έπλενε πεζοδρόμια και μπαλκόνια. Ήταν όμως απρόσεχτη, πολύ απρόσεχτη αφού όλο έπεφτε και χτυπούσε.
Έκλαιγε καμιά φορά και κρυβόταν για να μη την δει η Ανδριανή. Κάπνιζε κι ένα τσιγάρο που και που, κρυφά κι αυτό κι όταν το έκανε, το βλέμμα της ταξίδευε κάπου μακριά, ίσως να σκεφτόταν την πατρίδα της.
Εγώ έπαιρνα τότε το μεγάλο άλμπουμ που ήταν γεμάτο από τις φωτογραφίες του γάμου της. Παρατηρούσα το λευκό της φόρεμα, το χαμόγελο της και το χέρι της που ήταν κρυμμένο κάτω από το χέρι εκείνου καθώς κρατούσαν μαζί το μαχαίρι για να κόψουν τη γαμήλια τούρτα. Η επόμενη φωτογραφία την έδειχνε στην αγκαλιά του καθώς χόρευαν. Η Μαρίζα είχε κλειστά τα μάτια της κι έδειχνε να είναι τόσο ευτυχισμένη.
Έκλεινα το άλμπουμ κι έπειτα η Μαρίζα σέρβιρε τις πατάτες με βούτυρο που είχε φτιάξει στον φούρνο μέσα σε αλουμινόχαρτα. Τις τρώγαμε με την Ανδριανή και χορεύαμε γύρω από το τραπέζι της κουζίνας με τη Ρίκα να μπερδεύεται ανάμεσα στα πόδια μας.
Ήρθε εκείνο το καλοκαίρι που η Μαρίζα είχε πολλές δουλειές κι όλο άφηνε την Ανδριανή στο σπίτι μας. Η μητέρα μου άνοιγε την πόρτα με χαμόγελο για να την υποδεχτεί κι αντάλλασσαν με τη Μαρίζα ένα βλέμμα όλο νόημα, ένα νόημα που κατάλαβα πολύ αργότερα.
Το ίδιο καλοκαίρι η Μαρίζα και η Ανδριανή, άρχισαν να ετοιμάζουν τις βαλίτσες τους για έναν εξοχικό προορισμό όπου η Μαρίζα θα εργαζόταν όπως αυτός απαιτούσε.
Αποχαιρέτησα την Ανδριανή, αγκαλιαστήκαμε κι ευχηθήκαμε η μία στην άλλη καλή αντάμωση. Η Μαρίζα έκλαιγε. Δεν ήξερα το γιατί.
Ο καιρός περνούσε και περίμενα τη φίλη μου να επιστρέψει. Ήρθε το φθινόπωρο με τα πρωτοβρόχια, τα φύλλα έπεσαν αφήνοντας γυμνά τα δέντρα. Καθόμουν στο παράθυρο και περίμενα να τη δω να έρχεται επιτέλους.
«Πού θα πάει; Θα γυρίσει!» έλεγα στον εαυτό μου.
Η μητέρα μου με πήρε από το χέρι εκείνο το πρωινό. Στάθηκε απέναντί μου και με κοίταξε στα μάτια.
«Η Ανδριανή δεν θα ξανάρθει», είπε απλά.
«Γιατί;» τη ρώτησα.
«Έφυγαν. Γλίτωσαν», είπε. Συνέχιζα να την κοιτάζω χωρίς να καταλαβαίνω. «Πήγαν στην πατρίδα της Μαρίζας», μου εξήγησε. «Θυμάσαι τότε που μας άφηνε την Ανδριανή;» Κατένευσα. «Έτρεχε να φτιάξει τα χαρτιά, να βρει τρόπο να την πάρει μαζί της».
«Δεν θα τη ξαναδώ», ψέλλισα απογοητευμένη.
Πέρασε κι άλλος καιρός, δεν θυμάμαι πόσος.
Ένα άλλο χειμωνιάτικο πια πρωινό η μητέρα μου, έφερε έναν φάκελο.
«Είναι από την Ανδριανή. Σου έγραψε γράμμα», μου είπε.
Το πήρα όλο χαρά από τα χέρια της, έτρεξα και κρύφτηκα σε μια γωνιά απομονωμένη για να το διαβάσω. Λίγε αράδες είχε γράψει μόνο, μα ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς πως ήταν ευτυχισμένη εκεί που βρισκόταν.
Μίλαγε για τη γιαγιά και τον παππού που γνώρισε, για τη νέα καταπράσινη πατρίδα. Εξέπεμπε ανεμελιά και τόση πολλή χαρά. Βρήκα και μια φωτογραφία μέσα στον φάκελο. Έδειχνε την Ανδριανή και τη Μαρίζα στη σχολική γιορτή του νηπιαγωγείου. Ήταν μόλις η Ανδριανή είχε πει το ποίημα της για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου.
Στο τέλος του γράμματός της, υπήρχε ένα αποτύπωμα από τα χείλη της με κραγιόν. Της έγραψα κι εγώ γράμματα πολλά μα δεν πήρα ποτέ καμιά απάντηση. Κοίταζα και ξανακοίταζα εκείνο το μοναδικό με το αποτύπωμα που άφησε το παντοτινό σημάδι του στην ψυχή μου.