Από την Ισμήνη Χαρίλα
Περισσότερο επίκαιρο από ποτέ είναι το θεατρικό έργο του Ζαν Ζιρωντού, «Ο Τρωικός πόλεμος δεν θα γίνει» που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 21 Νοεμβρίου 1935 και προβάλλει τη θεματική του πολέμου και ιδίως τον ρόλο που διαδραματίζουν όσοι έχουν τη δύναμη να τον αποτρέψουν.
Έχοντας βιώσει ο ίδιος ο συγγραφέας τη φρίκη στο πεδίο της μάχης κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, επιχειρεί να αναδείξει τη ματαιότητα και τη βαναυσότητα αυτού του φαινομένου, που δεν αποτελεί παρά ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Επικεντρωμένος στη ρίζα του προβλήματος, ο δημιουργός καταδεικνύει την παραδοξολογία της εμπλοκής στην απόφαση της έναρξης του μακρόχρονου αιματηρού κύκλου όλων εκείνων που όχι μόνο δεν θυσιάζουν τίποτα, αλλά στέκονται προστατευμένοι στο παρασκήνιο των εξελίξεων. Άνθρωποι που ενδιαφέρονται μόνο για το βραχυπρόθεσμο όφελός τους και βυθίζουν ακαριαία το κοινωνικό σύνολο – με ένα κακόβουλο «Ναι» – στο σκοτάδι.
Εμπνευσμένος από την Ιλιάδα και βασισμένος στην ιστορία του Τρωικού πολέμου, ο Ζιρωντού αποδεικνύει ότι ο πόλεμος είναι αδύνατον να αποφευχθεί, όταν υφίσταται έστω και μια μικρή μερίδα ατόμων που τον επιθυμεί.
Τα βασικά πρόσωπα του δίπρακτου αυτού θεατρικού έργου είναι κοινά με το πρωτότυπο κείμενο του Ομήρου, αν και οι περιστάσεις διαφοροποιούνται ως προς την ουσία πραγματοποίησης του πολέμου.
Ο Έκτορας, που ξέρει από προσωπική εμπειρία τι σημαίνει να σκοτώνεις εκείνον που μέχρι χθες ήταν φίλος σου, αναζητά απεγνωσμένα τον τρόπο για να αποτρέψει τη σύγκρουση με τους Έλληνες. Συμπαραστάτριες στη μάχη του εναντίον των ανδρών – τόσο της οικογένειάς του, δηλαδή του πατέρα του και του αδελφού του, όσο και της πόλης του – είναι η γυναίκα του, η Ανδρομάχη και η μητέρα του, η Εκάβη, οι οποίες, λόγω της θηλυκής φύσης τους, νιώθουν τον πόνο της απώλειας των αγαπημένων προσώπων.
Ούτως ή άλλως, ο πόλεμος αυτός δεν έχει καν λόγο υπόστασης, αφού η Ελένη παρουσιάζεται ως μια επιπόλαιη γυναίκα που δεν αγαπά τον Πάρη. Στα μάτια της, ο εραστής της αντιπροσωπεύει απλώς έναν οποιοδήποτε άνδρα με τον οποίο θα ήταν πρόθυμη να απατήσει τον Μενέλαο.
Είναι επομένως το πεπρωμένο που παρεμβαίνει και εκμεταλλεύεται από τη μια πλευρά το καπρίτσιο της Ελένης και από την άλλη την ανοησία των ηλικιωμένων ανδρών – που τυφλώνονται από τα κάλλη της ωραίας Ελληνίδας – και κινεί τα νήματα, ώστε να πειστεί ο Πρίαμος και να προασπίσει την ατιμωτική πράξη του γιου του με κάθε τίμημα.
Εντέχνως και εναλλάσσοντας το τραγικό με το κωμικό, ο Ζιρωντού προβάλλει στον αντίποδα των Τρώων, τους Έλληνες, οι οποίοι – όπως παραδέχεται και ο Οδυσσέας – δεν είναι τόσο αφελείς, ώστε να θυσιάσουν τη ζωή τους απλώς και μόνο για μια ελαφρόμυαλη γυναίκα, αλλά έχουν ήδη υπολογίσει το κέρδος τους από την ήττα της πλούσιας και εύπορης Τροίας.
Κατά τη διάρκεια του έργου, η ένταση κορυφώνεται – ιδίως με το λογοπαίγνιο «Ο Τρωικός πόλεμος θα γίνει» ή «Ο Τρωικός πόλεμος δεν θα γίνει» – και η αγωνία του Έκτορα είναι έκδηλη.
Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον όμως και ο πόλεμος θα συμβεί, αφού είναι η επιθυμία των ισχυρότερων και των ανόων.
Διαβλέποντας προφανώς τις εξελίξεις που οδήγησαν τέσσερα χρόνια αργότερα την Ευρώπη στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Ζιρωντού υπενθυμίζει ότι κάθε σύρραξη μπορεί να αποφευχθεί εάν πρυτανεύσει η λογική και όχι η ωφελιμιστική νοοτροπία των ιθυνόντων.
Δυστυχώς όμως, μέχρι σήμερα οι λαοί δεν έχουν μάθει τίποτα από το παρελθόν και εξακολουθούν να υποκύπτουν στην αιμάτινη δίψα των όπλων, καταδικάζοντας τους εαυτούς τους και τους απογόνους τους στον μηδενισμό της ύπαρξης.