από την Αναστασία Δημητροπούλου.
Αν κάποια στιγμή την σταματούσαν στο δρόμο και την ρωτούσαν για τις εμπειρίες της στον έρωτα, δεν θα μασούσε τα λόγια της. Θα παρομοίαζε τον εαυτό της με γατάκι που απλώθηκε φαρδύ πλατύ μπρος σ’ αναμμένο τζάκι, και σαν καλόμαθε στη ζέστη κι έκλεισε τα μάτια, χίλιες καύτρες ξεπήδησαν μεμιάς και τού ‘καψαν τη γούνα.
Αν οι ίδιοι άνθρωποι επέμεναν να μάθουν τι την τρόμαζε πιο πολύ, πάλι άμεση και ειλικρινής θα ήταν η απάντησή της. Το κορίτσι που μουρμούριζε ρετρό τραγούδια στον εαυτό της, που ιχνηλατούσε την αγάπη στα μυθιστορήματα, που λάτρευε τις βόλτες στο μενεξεδένιο σούρουπο του καλοκαιριού, και θεωρούσε τις συνθήκες που δεν μεταβάλλονται (γιατί υπάρχουν κι αυτές), σκιές στην ακτινογραφία της ευτυχίας, έτρεμε τους άντρες που ζουν ξεχνώντας, και τις γυναίκες που ζουν με τις αναμνήσεις.
Μία μερίδα ψυχών συμπονούσε μόνο. Δεν ήταν οι φτωχές, ούτε οι κατατρεγμένες. Λες κι ανέδυαν από μίλια μακριά το άρωμα της μοναξιάς, λες και δημοσίως σπαρταρούσαν από τον πόνο της, τη Δανάη ανέκαθεν την ενδιέφεραν αποκλειστικά όσοι δεν αγαπήθηκαν. Όχι όσο αγάπησαν τουλάχιστον. Όλοι εκείνοι που έπαιξαν κι έχασαν. Που ψέλλισαν αλλεπάλληλα «Μείνε» μες στα σκοταδια και ξέμειναν με τον αντίλαλο.
Τις νύχτες που άνοιγε την καρδιά της στον Παύλο, η Δανάη έθιγε αυτά που μετατρέπουν τους έρωτες σε χρέη, και συναισθήματα στα οποία ενυπάρχει η ομορφιά κι η μελαγχολία.
Εκείνος στριφογύριζε αργά το ποτήρι του με το ουίσκι στο μπράτσο του καναπέ, σχημάτιζε ομοιόμορφα δαχτυλίδια με τον καπνό του τσιγάρου του και παρέθετε τις δικές του θεωρίες περί έρωτος. Εξαπολώντας αχνά αινιγματικά χαμόγελα, διατυμπάνιζε πως το ν’ αγαπάς σημαίνει πρώτα – πρώτα να ρισκάρεις, πως οι πιο κομψά μακιγιαρισμένες γυναίκες είναι όσες διακατέχονται από το πάθος, πως οι επείγουσες επιθυμίες είναι εκείνες που ποτέ δε χάνουν την αξία τους και πως μια πόλη γίνεται ολόκληρος ο κόσμος όταν απαντάς την τρυφερότητα σ’έναν από τους κατοίκους της. Όλα αυτά έλεγε με βαριά φωνή που λύγιζε τα σίδερα της λογικής.
Η Δανάη που κουλουριαζόταν στον καναπέ και έμοιαζε με σιωπηλό θαύμα στο ημίφως, τον περιεργαζόταν χωρίς σταματημό. Τα μάτια του έλαμπαν όταν τής τόνιζε πως η αγάπη είναι η μοναδική δραστηριότητα στον κόσμο που βγάζει από μέσα μας τον καλύτερό μας εαυτό. Περνούσε τα δάχτυλά του συχνά μέσα από τα μαλλιά του επίσης. Έσκυβε κοντά της, τόσο που συνόρευαν οι ανάσες τους και της ανέλυε ένα σωρό πράγματα.
«Δεν είσαι όμορφη, είσαι κάτι πιο επικίνδυνο», της έλεγε. Γουργούριζαν οι αισθήσεις κι ο πόθος του μαζί. Τής κρατούσε το χέρι. Τής το ζέσταινε σε στιγμές άπνοιας και σιωπών. Μήπως άραγε σταματούσε η γη να γυρνά; Μήπως ορφάνευε ο χρόνος; Η Δανάη δεν ήξερε να πει. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Μεταξύ σοβαρού και αστείου, τού είχε παραδεχτεί πως για ‘κείνη, ο έρωτας εισβάλλει στις καρδιές ως δούρειος ίππος, και όταν χάνεται, αφήνει πίσω του ένα τόπο στυγερού εγκλήματος. Την είχε φιλήσει στο μέτωπο, την είχε αγκαλιάσει τραβώντας την πάνω του από το μάλλινο πουλόβερ της.
«Στη ζωή μας ο έρωτας είναι ουρανός. Όλα τα άλλα είναι απλώς ο καιρός», την είχε διορθώσει ανασηκώνοντας τα φρύδια. «Και όταν βρέχει, τι κάνουμε;» είχε απορήσει αυτή. «Κουρνιάζουμε στο υπόστεγο του φιλιού», τής είχε απαντήσει. Τόσο άνετα, τόσο φυσικά. Λες και οργάνωνε την λίστα του σούπερ μάρκετ.
Κι ήταν μαγικά κάτω από εκείνο το υπόστεγο. Ένιωθαν ασφαλείς κι οι δύο. Προστατευμένοι από τους κεραυνούς και τις αντάρες του σύμπαντος. Κι ήρθαν τα πρώτα τους Χριστούγεννα κι άρχισαν να απλώνουν το χέρι κάτω από τις σχισμένες τσέπες του Θεού και να μαζεύουν το χιόνι, να κοιτούν προς την ίδια κατεύθυνση, και να συμφωνούν στο ότι η ευτυχία δεν είναι κάτι που ματαιώνεις για το απώτερο μέλλον, μα κάτι που σχεδιάζεις για το παρόν.
Σε συναισθηματική συνέργεια με κάποιον άλλον. Τις νύχτες ο Παύλος της ψιθύριζε πως υπάρχουν κάποια πάθη τόσο δυνατά, που δε μπορούν παρά να είναι αρετές. Εκείνη αναδευόταν σαν παιδί στην αγκαλιά του. «Μπορεί ο Καμύ να αποτελεί διαχρονική αξία, αλλά φοβάμαι πως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι τα πάθη ενίοτε μας θλίβουν και μας συνθλίβουν.
Βλέπεις, η φωνή τους δεν είναι καν συμβουλευτική, μα καθ’ολα επιτακτική. Είναι ύπουλα τα πάθη του ανθρώπου, Παύλο. Υποχρεώνουν όσους γεννήθηκαν βασιλιάδες, να πεθαίνουν στην εξορία όπως οι περισσότεροι βασιλιάδες και να…», έπαιρνε φόρα, αλλά εκείνος την έκοβε εγκαίρως. «Σταμάτα επιτέλους να μιλάς, βρε καρδιά μου, και άσε με να σ’ αγαπώ.
For ever and a day», που θα έλεγε και ο φίλος μας ο Σαίξπηρ. «Για πάντα και μια μέρα, λοιπόν!» συμφωνούσε κι η Δανάη.