Από τη Νίτσα Μανωλά
Ήταν μια Πέμπτη, σαν όλες τις άλλες.
Μια συνηθισμένη μέρα. Ίδια ρουτίνα, ίδιος χώρος εργασίας, ίδιοι άνθρωποι… ακόμα και τα αστεία που άκουγα από τους πελάτες ήταν ίδια.
Είχε καταντήσει πλέον ανιαρό…
Οι Πέμπτες είναι σε γενικές γραμμές δύσκολες μέρες…
Μεγάλες και ατέλειωτες μου φαίνονται, αφού δώδεκα ολόκληρες ώρες βρίσκομαι κλεισμένη στο ‘’μπουντρουμάκι’’ μου- όπως αποκαλώ χαϊδευτικά τον χώρο εργασίας μου. Ένας χώρος που το μόνο άνοιγμα του είναι η είσοδος του. Παράθυρο πουθενά. Φως, μόνο αυτό που προσφέρουν οι λάμπες φθορίου που βρίσκονται στην οροφή του.
Συνεχίζω όμως να τον αποκαλώ με το χαϊδευτικό του για να χρυσώνω το χάπι μου.
Δυο ώρες περίπου απέμεναν. Έκανα πως ανακάτευα κάτι χαρτιά που είχα μπροστά μου μετρώντας τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα που στάλαζαν βασανιστικά αργά και δεν έλεγαν να περάσουν με τίποτα, ρίχνοντας συγχρόνως κλεφτές ματιές στο κινητό μου.
Ξεκίνησα να γράφω κάτι, δεν θυμάμαι ακριβώς τι, όταν ακούστηκαν από την πλευρά της εισόδου βήματα και ομιλίες. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα ένα ζευγάρι να πλησιάζει το γραφείο μου.
«Ευτυχώς» σκέφτηκα, «θα περάσει το δίωρο πιο γρήγορα από ότι περίμενα».
Σηκώθηκα, τους χαιρέτησα όπως ορίζει το πρωτόκολλο της εταιρείας και τους προσκάλεσα μέσα στο γραφείο μου.
Κοίταξα τη γυναίκα που κάθισε απέναντι μου και της χαμογέλασα. Το βεβιασμένο χαμόγελο που άφησε να της ξεφύγει με προβλημάτισε μα το προσπέρασα. Ο καθένας έχει τα δικά του θέματα, δεν σκαλώνω στο τι κουβαλάει.
«Ήρθαμε να ανοίξουμε έναν λογαριασμό». Είπε ο άντρας και κοίταξε τη γυναίκα του χαϊδεύοντας της το χέρι. «Ένα λογαριασμό για την κόρη μας, την Ισιδώρα» συμπλήρωσε πριν κάνω την οποιαδήποτε ερώτηση.
Ετοιμάστηκα να του πω όσο πιο γλυκά μπορώ πως δεν μπορούν να ανοίξουν έναν λογαριασμό για κάποιον που δεν είναι εκεί εφόσον ξεκαθαρίσαμε πως η Ισιδώρα δεν ήταν παιδί κάτω των δεκαοκτώ.
Η γυναίκα, που μέχρι εκείνη την ώρα δεν πει τίποτα πέρα από μια ‘’καλησπέρα’’ άφησε άλλο ένα πικρό χαμόγελο και με χαμηλή φωνή πρόσθεσε,
«Η Ισιδώρα δεν είναι πια μαζί μας. Μας άφησε πριν τρία χρόνια». Το δάκρυ που κύλησε από τα πικραμένα μάτια της δεν πέρασε απαρατήρητο. Ο πόνος στη σπασμένη της φωνή τόσο έντονος που στην κυριολεξία με ράγισε.
Έχασα τα λόγια μου για μερικά λεπτά. Δεν ήξερα τι έπρεπε να πω. Ορισμένες φορές η σιωπή είναι η καλύτερη απάντηση.
Αλήθεια, τι να πω σε μια μάνα που έχει χάσει το παιδί της; Υπάρχει τρόπος να την παρηγορήσω; Ποιες λέξεις θα μπορούσαν ν’ απαλύνουν τον πόνο της;
Αυτή η γυναίκα όντως κουβαλούσε… μεγάλο φορτίο.
Αυθόρμητα σηκώθηκα και την ρώτησα αν μπορώ να την πάρω μια αγκαλιά.
Δεν υπήρχε πλέον χώρος για κούφια λόγια που χαϊδεύουν μόνο τ΄ αφτιά. Την κράτησα μέσα στην αγκαλιά μου για μερικά λεπτά χαϊδεύοντας της την πλάτη χωρίς να μιλάω. Άλλωστε δεν είχα κάτι να πω…
Ο σύζυγος της μου εξήγησε πως ο λόγος για τον οποίο ήθελαν να ανοίξουν αυτόν τον λογαριασμό ήταν για να βοηθήσουν με υποτροφίες παιδιά όπως την Ισιδώρα καθώς και τις έρευνες για αυτή την ύπουλη ασθένεια που τους την στέρησε.
Η Ισιδώρα έφυγε από κοντά τους μέσα σε δυο μήνες πριν τρία χρόνια, χωρίς να έχει κάποιο πρόβλημα υγείας…
Ήταν μόνο είκοσι-πέντε χρονών. Είχε μόλις τελειώσει το πανεπιστήμιο και είχε καταφέρει να βρει την πρώτη της δουλειά σαν δασκάλα βιολογίας σε ένα λύκειο της περιοχής.
Δεν ήταν κανείς τους προετοιμασμένος για το ξαφνικό αυτό πλήγμα.
Αλλά ποιος από εμάς θα ήταν…;
Μια ξαφνική αδιαθεσία της, μια επίσκεψη στο νοσοκομείο και μια διάγνωση καταπέλτης μέσα σε μερικές μόνο ημέρες: Σπάνιας μορφής καρκίνος του ήπατος.
Γλίστρησε από μέσα της η ζωή σε τέσσερις μονάχα μήνες.
Η σύζυγος όση ώρα μου εξηγούσε ο άντρας της τον λόγο του λογαριασμού και τι είχαν σκοπό να κάνουν με τα χρήματα που θα μαζεύουν με κοιτούσε μέσα στα μάτια…
«Η Ισιδώρα είναι εδώ μαζί μας» μου είπε, και εγώ της χαμογέλασα σε μια ύστατη προσπάθεια μου να ελαφρύνω μια ατμόσφαιρα που ήταν το βαρύτερο φορτίο που θα μπορούσε άνθρωπος να κουβαλήσει.
«Αλήθεια…» συνέχισε εκείνη αφού έβλεπε πως με τα μάτια μου της έλεγα να συνεχίσει. «Έχουμε πάει σε διάμεσο και της έχουμε μιλήσει. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορέσω να συνεχίσω. Ήθελα να ξέρω πως είναι καλά…»
Τότε, μου μίλησε για την Ισιδώρα… μου εξιστόρησε το πως μεγάλωσε και πως διαγνώστηκε. Μου είπε ακόμα και για τη ζωή τους μετά τον θάνατο της και για τα σημάδια που τους έστελνε. Όλα όσα την έκαναν να πιστεύει πως η Ισιδώρα ήταν εκεί μαζί τους, και για τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που κάνει για να καταφέρνει να επιβιώνει και να συνεχίζει να ζει.
«Καταλαβαίνω…» της είπα αλλά τα λόγια της μου έκοψαν την φόρα.
«Έχεις χάσει παιδί;» με αποστόμωσε.
Το μόνο που τόλμησα να κάνω ήταν να γνέψω ‘’όχι’’ με το κεφάλι και να απλώσω το χέρι μου στην πλάτη της.
«Δεν μπορείς να καταλάβεις τότε…» μου είπε με μια πικρία στη φωνή και είχε απόλυτο δίκιο.
Την συμπόνησα, λυπήθηκα μα δεν μπορούσα να την καταλάβω…
Τελικά αυτό το τελευταίο δίωρο μια συνηθισμένης, καθημερινής Πέμπτης με είχε γεμίσει…
Με γέμισε ελπίδα, πως υπάρχουν άνθρωποι… οι οποίοι ακόμα κι όταν χάνουν κάτι τόσο πολύτιμο όσο ένα παιδί, βρίσκουν τη δύναμη και το κουράγιο να συνεχίσουν και να προσφέρουν.
Που οπλίζονται με κουράγιο και μετατρέπουν τον πόνο τους σε προσφορά.
Τους συνόδευσα μέχρι την έξοδο…
Έφυγαν, και άξαφνα η συνηθισμένη Πέμπτη έγινε… ξεχωριστή. Το μικρό και ανήλιαγο γραφείο φώτισε από την αγάπη αυτών των ανθρώπων για την Ισιδώρα τους. Η δική μου καρδιά ζεστάθηκε και έγινε αγκαλιά μεγάλη.
Η σκέψη μου ταξίδεψε στα παιδιά μου… στα παιδιά της κάθε μάνας. Σε εκείνα που έφυγαν και άφησαν πίσω τους τον αβάσταχτο πόνο του αναπάντητου ‘’γιατί’’ και της απουσίας.
Ταξίδεψε στις μάνες που έμειναν με άδειες αγκαλιές…
Επέστρεψα στο γραφείο μου και κάθισα στην καρέκλα αφήνοντας έναν αναστεναγμό που μέσα του έκρυβε μια ευχή και μια ευχαριστία.
Δεν ευχήθηκα για τίποτα το υλικό, μόνο να είναι οι άνθρωποι μου καλά και ευχαρίστησα το Θεό για όλα όσα είμαι αρκετά τυχερή να έχω.