από την Μάρθα Πατλάκουτζα

Δέντρο δεν θα μπορούσες να το πεις. Ήταν ένα ξύλο περιτριγυρισμένο με πράσινες πλαστικές λεπτές κλωστούλες.          ΄

Δεκαετία του 1970. Οι γιορτές των Χριστουγέννων περίμεναν υπομονετικά. Κανείς δεν στόλιζε πριν την Παραμονή.

Τα πρόσωπα των παιδιών κατακόκκινα από το κρύο. Η σόμπα χαμόκαιγε και ώρες βογκούσε από τα βουλωμένα μπουριά.

Το δωμάτιο το καλό, «σαλόνι» το αποκαλούσε η μάνα», ξεκλείδωνε. Εκεί δεν έφτανε η ζέση της σόμπας και ήταν λες κι έμπαινες σε έναν μακρόστενο καταψύκτη.

Τα σχολεία έκλειναν, το μαγαζί έκλεινε περασμένες 9 το βράδυ. Όλοι μάζευαν τα κόμματιά τους από την κούραση.

Δυο ζευγάρια παιδικά μάτια όμως επέμεναν. Ήθελαν το δέντρο τους.

Αμίλητη η μάνα ξετρύπωνε το παλιό χαρτόκουτο. Έστηνε τον στραβό κορμό, έτριβε τις μπάλες με προσοχή. Ήταν μία και μία διαλεγμένες από τις αναμνήσεις της. Ραγισμένες, σαν τα ραγισμένα νιάτα της. Τελευταίες ξετύλιγε εκείνες που είχε φέρει από τη Γερμανία όταν για 5 χρόνια είχε δοκιμάσει τη μοίρα της στα εργοστάσια του Άαχεν.

Σαν τέλειωνε το στόλισμα το αποτέλεσμα ήταν απελπιστικά καταθλιπτικό.

Και τότε η μάνα έφερνε το μπαμπάκι. Το έστριβε λουρίδες λουρίδες και το δέντρο άλλαζε όψη. Κάτι γινόταν με το λευκό. Του έδινε μια αγνότητα, μια υποψία ομορφάδας. Τα παιδικά μάτια άστραφταν.

«Βάλε κι άλλο μπαμπάκι μάνα. Να και σε κείνη τη γωνιά».

Μπαμπακένια μπαλώματα στο δέντρο, μπαμπακένια μπαλώματα και στα όνειρα μιας ζωής γεμάτης από φτώχεια.

Τα χρόνια πέρασαν. Το μπαμπάκι ξεχάστηκε.

Γι’ αυτό σε ρωτώ: Θυμάσαι το δέντρο μας;

Υ.Γ.

Φέτος θέλω να στολίσω αργά. Όπως τότε.