από την Σταυρούλα Τσούτσα.

Η Αντζελα βγήκε από το «Plaza» και άρχισε να περπατάει στην 5η Λεωφόρο του Μανχάταν με κατεύθυνση την 57η οδό, όπου βρίσκονταν τα γραφεία της νομικής εταιρείας, στην οποία εργαζόταν τα τελευταία χρόνια.

Ο ήλιος έδυε πίσω από τα ψηλά κτίρια και η πόλη φορούσε σιγά σιγά τα λαμπερά της φώτα, στις βιτρίνες, στους δρόμους, στους ουρανοξύστες. Ελαμπε από άκρη σε άκρη, έμοιαζε σαν κάποιος από ψηλά να την πασπάλισε με χρυσόσκονη.

Η Αντζελα ένιωσε τον αέρα να της χαϊδεύει το πρόσωπο, και το κρύο τη λύτρωσε από τη θέρμη της υπερέντασης. Ενα ακόμη δύσκολο επαγγελματικό δείπνο είχε τελειώσει με επιτυχία. Ολα έδειχναν πως σύντομα θα αναλάμβανε τη νομική εκπροσώπηση ακόμη μιας μεγάλης κατασκευαστικής εταιρείας με εκατομμύρια δολάρια τζίρο κάθε μήνα.

Αν έκλεινε τη συμφωνία αυτή, θα είχε στο τσεπάκι της την προαγωγή της και ένα γερό μπόνους που θα της επέτρεπε να αγοράσει το ονειρεμένο διαμέρισμα στον καινούριο ουρανοξύστη απέναντι από το γραφείο της. Τι όμορφο που είναι το Μανχάταν τη νύχτα, σκέφτηκε. Πόσο της ταίριαζε αυτή η πόλη, η ενέργειά της, η ταχύτητά της. Πουθενά αλλού δεν θα μπορούσε να πετύχει όσα κατάφερε εκεί. Στα 45 της ήταν μια επιτυχημένη νομική σύμβουλος, με εταιρείες κολοσσούς στο πελατολόγιό της.

Διέσχισε κάθετα το δρόμο και είδε τη φιγούρα της να καθρεφτίζεται στη βιτρίνα του Bergdorf Goodman. Εμεινε ικανοποιημένη από την αντανάκλασή της πάνω στο τζάμι. Μια όμορφη, καστανόξανθη, ψηλή γυναίκα, τυλιγμένη στο κομψό, κασμιρένιο παλτό της να περπατάει αγέρωχη πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες της.

Πόση δύναμη απέπνεε η εικόνα της! Ηταν αδύνατον να μην την προσέξει κανείς, ήταν τόσο ξεχωριστός ο τρόπος που διέσχιζε το δρόμο, περνώντας ανάμεσα από τα πλήθη των τουριστών ή των διαφόρων που είχαν ξεχυθεί στους δρόμους, για τις τελευταίες αγορές πριν το Thanksgiving.

Η κ. Σταυρούλα Τσούτσα διδάσκει στο Λύκειο του Αγίου Δημητρίου στην Αστόρια.

Εμοιαζε σαν να πρωταγωνιστεί σε ταινία, σαν να περπατάει slow motion ανάμεσα σε μυριάδες που κινούνταν πιο γρήγορα από το κανονικό, έμοιαζε να είναι η πιο φωτεινή φιγούρα μέσα σε ένα μουντό, γκρίζο φόντο φτιαγμένο από χιλιάδες ανθρώπινες σκιές.

Πέρασε μπροστά από τη βιτρίνα του Tiffany’s και σταμάτησε να χαζέψει το δαχτυλίδι με το τετράγωνο διαμάντι που εμφανιζόταν κάθε φορά που το μικροσκοπικό χρηματοκιβώτιο της εντυπωσιακής βιτρίνας άνοιγε την στρογγυλή του πόρτα. Ηταν τόσο διαφορετικό αυτό το δαχτυλίδι από όσα είχε στη συλλογή της.

Ενιωσε να μην μπορεί να απομακρύνει το βλέμμα της από πάνω του. Οπως έπεφτε το φως πάνω του, μικρές εκρήξεις λάμψης σκορπούσαν στον αέρα γύρω του. Το κοιτούσε σαν μαγεμένη. Θα πρέπει να κοστίζει μια περιουσία, σκέφτηκε. Ομως το ήθελε πολύ. Ε, λοιπόν, θα έκανε ένα δώρο στον εαυτό της.

Βγαίνοντας από το φημισμένο κατάστημα, έχωσε το κουτάκι μέσα στη δερμάτινη τσάντα της και κοίταξε το διαμάντι που στραφτάλιζε στο δάχτυλό της. Τέντωσε δύο τρεις φορές το χέρι της, για να το δει καλύτερα, χαμογέλασε ικανοποιημένη με την αγορά της και συνέχισε το δρόμο της. Σε λίγα λεπτά είχε ξεχάσει την ύπαρξή του, όπως συνέβαινε κάθε φορά που αγόραζε κάτι πολύ ακριβό.

Ενιωθε μια προσωρινή ικανοποίηση να την κυριεύει, μια αίσθηση θριάμβου που έκανε την καρδιά της να κτυπά δυνατά και τα μάγουλά της να βάφονται ροζ από την ένταση, και μετά από λίγο το καινούριο της απόκτημα έπαυε να την απασχολεί ιδιαίτερα. Τις πιο πολλές φορές στοιβάζονταν μαζί με άλλα όμοιά του αντικείμενα στις τεράστιες ντουλάπες της που κόντευαν να σκάσουν σαν παραφουσκωμένα μπαλόνια, από τα παπούτσια, τις τσάντες, τα ταγιέρ, τα κοστούμια, τα λαμπερά φορέματα, όλα πανάκριβα και πολυτελή.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τίποτα δεν της χαρίστηκε. Ο,τι κατάφερε το κατάφερε μόνη της, με τη δουλειά και το κοφτερό μυαλό της. Οταν ήρθε στα 15 της στην Αμερική, μαζί με την οικογένειά της δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Ο πατέρας της είχε πέσει έξω στις επιχειρήσεις του και τα έχασαν όλα στην Ελλάδα. Ακόμη και το σπίτι τους το πήρε η τράπεζα. Μάζεψαν, λοιπόν, ό,τι είχαν και δεν είχαν, και ήρθαν στη Νέα Υόρκη, τη γενέτειρα της μάνας της, να μείνουν μαζί με τη γιαγιά και τον παππού.

Αγωνίστηκαν οι δικοί της να ορθοποδήσουν, αγωνίστηκε κι εκείνη να μάθει Αγγλικά και να τα καταφέρει στο σχολείο. Με υποτροφία σπούδασε στη Νομική, με υποτροφία τελείωσε και το πρώτο και το δεύτερο μεταπτυχιακό της και το διδακτορικό της στα Οικονομικά.

Από εκεί και πέρα ήταν και λίγο θέμα τύχης. Της ήρθαν ευκαιρίες για δουλειές που δεν τις άφησε ανεκμετάλλευτες. Κι έτσι το κορίτσι από τις φτωχογειτονιές της Κορόνα βρέθηκε να ζει και να δουλεύει στο Μανχάταν. Στην Κορόνα ζούσαν ακόμη οι γονείς της αλλά απέφευγε να πηγαίνει στο πατρικό της. Την πλάκωνε το μέρος, της θύμιζε δύσκολες εποχές.

Κόντευε να φτάσει στον προορισμό της, όταν χτύπησε το κινητό της. Ηταν η μητέρα της, την έπαιρνε τηλέφωνο από το πρωί, αλλά η Αντζελα δεν είχε χρόνο να της απαντήσει και της έστελνε μηνύματα ότι θα την καλέσει αργότερα, πράγμα που φυσικά δεν έκανε έτσι όπως ήταν απορροφημένη στη δουλειά και τις σκέψεις της. Οταν κατάλαβε ότι η μητέρα της επέμενε περισσότερο από άλλες φορές, φοβήθηκε μήπως συνέβη κάτι κακό.

– Ελα ma, συμβαίνει κάτι; ρώτησε ανήσυχη.

– Οχι κοριτσάκι μου, όλα είναι καλά, πήρα να σου θυμίσω ότι σε περιμένω την Ημέρα των Ευχαριστιών, απάντησε η μητέρα της, θα είναι και η θεία Εμυ και οι ξαδέρφες σου με τους άντρες τους και τα παιδιά τους.

– Ωχ! Πάλι θα μας ζαλίσουν τα μικρά. Ολη την ώρα τρέχουν πάνω κάτω και ουρλιάζουν. Τι τούς φώναξες όλους αυτούς, δεν μπορώ να καταλάβω. Οk ma, θα προσπαθήσω να έρθω στην ώρα μου αλλά έχω πάρα πολλή δουλειά αυτές τις ημέρες και δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. I mean I might come just for dinner. Δε με νοιάζει και τόσο για τις ξαδέρφες, ξέρεις.

– Πάντα έχεις πολλή δουλειά παιδί μου και πολύ φοβάμαι ότι δεν σου μένει καθόλου χρόνος για τον εαυτό σου. Δεν χαίρεσαι τη ζωή σου…

– Μην αρχίζεις πάλι μαμά, την έκοψε, ότι περνάνε τα χρόνια και δεν έχω παντρευτεί, γιατί θα κάνεις πολύ καιρό να με δεις. Τι να κάνουμε, Ι had to work hard όχι σαν την Στέφανι, την ξαδέρφη μου, που δε σπούδασε και τα βρήκε όλα από τον άντρα της.

– Εσύ παιδί μου, ούτε διακοπές δεν κάνεις πια χωρίς τον υπολογιστή σου. Πάμε στο χωριό και είσαι στην παραλία και αντί να χαίρεσαι τον ήλιο και τη θάλασσα, είσαι κολλημένη σε αυτό το μαραφέτι και σημασία δεν δίνεις τι συμβαίνει γύρω σου, συνέχισε η μητέρα της απτόητη.

– Ok ma, θα έρθω την Πέμπτη και θα τα πούμε. Σε κλείνω τώρα, βιάζομαι να πάω στη δουλειά, είπε στην μητέρα της καθώς ο θυρωρός της άνοιγε την εξώπορτα χαμογελώντας.

Την Ημέρα των Ευχαριστιών ξύπνησε με πολύ κακή διάθεση. Το βράδυ την είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ αγκαλιά με το λάπτοπ της. Οταν ξύπνησε πονούσε όλο το σώμα της από την κακή στάση και ένιωθε μια πίεση στο στήθος, γιατί δεν είχε προλάβει να τελειώσει την αναφορά που έπρεπε να παραδώσει την επόμενη μέρα. Υπολόγισε το χρόνο που απαιτούνταν για να ολοκληρώσει τη δουλειά της και απογοητεύτηκε. Θα χρειαζόταν περίπου δώδεκα ώρες. Εκανε τον καφέ της και άνοιξε ξανά τον υπολογιστή.

Ο ήχος του τηλεφώνου την έκανε να πεταχτεί. Ηταν η μητέρα της, την έπαιρνε για να σιγουρευτεί ότι θα έφτανε στην ώρα της. Δεν είχε καταλάβει πώς πέρασε η ώρα. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να το σηκώσει και να βρει μια δικαιολογία να μην πάει στο τραπέζι, αλλά αυτό μάλλον δεν θα της το συγχωρούσαν ποτέ οι γονείς της. Αρχισε να ντύνεται βιαστικά και σε μερικά λεπτά ήταν έτοιμη.

Πέταξε στη τσάντα της τον υπολογιστή της πήρε το κινητό και τα κλειδιά της και βγαίνοντας από το διαμέρισμά της κάλεσε την μητέρα της να την ενημερώσει ότι είναι στο δρόμο και να τη ρωτήσει τι γλυκά θέλει να της αγοράσει.

Στο γιορτινό τραπέζι δεν μιλούσε παρά ελάχιστα. Κάθε φορά που αποφάσιζε να πάρει μέρος στη συζήτηση το μετάνιωνε σχεδόν αμέσως. Της φαίνονταν τόσο αφόρητα βαρετά όλα αυτά που οι δικοί της κουβέντιαζαν.

Η θεία της φλυαρούσε ακατάπαυστα για τα εγγόνια της και τα κατορθώματά τους και οι ξαδέρφες της συμπλήρωναν όποια λεπτομέρεια ξεχνούσε να αναφέρει η θεία. Η μάνα της, κάθε φορά που πετύχαινε τη θεία με μπουκωμένο στόμα, προσπαθούσε απεγνωσμένα να πάρει το λόγο, να πει σε όλους πόσο καλά τα είχε καταφέρει στη ζωή της η κορούλα της, κι ας μην είχε παιδιά, αλλά το θέμα μάλλον δεν ήταν καθόλου ενδιαφέρον για την αδερφή της και τις κόρες της, που την έκοβαν πριν ολοκληρώσει τις φράσεις της.

Η Αντζελα σύντομα έπαψε να ακούει τι έλεγαν οι γύρω της. Ετρωγε σχεδόν μηχανικά, ενώ στο μυαλό της νόμοι και διατάξεις χόρευαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, σε μια προσπάθεια να κερδίσει το χαμένο χρόνο δουλειάς έστω και έτσι. Οταν τελείωσαν το φαγητό και κάθισαν στο καθιστικό για τον καφέ, η Αντζελα βρήκε την ευκαιρία να κρυφτεί στο εφηβικό της δωμάτιο. Εκλεισε την πόρτα πίσω της και αναστέναξε ανακουφισμένη.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και άφησε το κορμί της να χαλαρώσει στο μαλακό στρώμα. Τίποτα δεν είχε αλλάξει εκεί μέσα από τότε που έφυγε από το σπίτι για να σπουδάσει. Δίπλα στο κρεβάτι της βρίσκονταν ακόμη το μικρό της ξύλινο γραφείο, εκείνο που είχε βρει στα σκουπίδια της ανακύκλωσης, μια μέρα γυρνώντας από το σχολείο.

Τι χαρά που είχε κάνει τότε. Της είχε αρέσει τόσο πολύ το κομψό σκαλιστό έπιπλο, που το έσυρε μέχρι το σπίτι της μόνη της, δίχως να καταλάβει κούραση από το βάρος του. Στον απέναντι τοίχο υπήρχαν δύο ράφια με τα αγαπημένα της βιβλία και πάνω από το κρεβάτι της μια όμορφη εικόνα της Παναγίας, ιταλικής τεχνοτροπίας.

Ασυναίσθητα έψαξε το ξεκολλημένο σανίδι πλάι στο κρεβάτι της. Το έβγαλε εύκολα. Κανείς δεν είχε σκεφτεί τόσο καιρό να το φτιάξει. Κι εκεί βρισκόταν ακόμη το ημερολόγιό της, κρυμμένο για χρόνια, γεμάτο με τα εφηβικά μυστικά της. Το έβγαλε προσεκτικά έξω κι άνοιξε τυχαία μία σελίδα.

17 Ιουνίου

…Σήμερα εγώ και ο παππούς φυτέψαμε ντοματιές. Εκείνος άνοιξε τις τρύπες στο χώμα κι εγώ φύτεψα τα φυτά, σκέπασα τις ρίζες τους με το αφράτο χώμα και τα πότισα. Πόσο μου αρέσει η επαφή με τη γη, η μυρωδιά της, η ζωή όπως ξεπετάγεται από τα σπλάχνα της. Σε λίγες μέρες θα χαϊδέψω τις μικρές ντοματούλες, θα τις παρατηρώ κάθε μέρα καθώς θα μεγαλώνουν και θα ωριμάζουν. Ο παππούς λέει πως θα έχουμε δικές μας ντομάτες μέχρι το Νοέμβρη…

Ούτε που θυμόταν ότι κάποτε φύτευε ντοματιές. Πόσο καιρό είχε να πιάσει χώμα, να πατήσει ξυπόλητη πάνω στη ζεστή γη της πατρίδας, να νιώσει την υφή του χώματος στα γυμνά της πόδια, να χαϊδέψει τα φυτά του κήπου στο σπίτι τους, στο χωριό. Νόμιζε ότι έχουν περάσει αιώνες από τότε. Αναστέναξε με νοσταλγία και άνοιξε μία άλλη σελίδα, παρακάτω.

23 Ιουνίου

…Ξύπνησα νωρίς για να δω την ανατολή του ήλιου. Είδα το χρυσό δίσκο να ξεπροβάλλει πάνω από το βουνό και να βάφει ροζ τον ουρανό. Είδα το φως να πέφτει πάνω στις ελιές και να ασημίζει τα φύλλα τους. Τι ομορφιά είναι αυτή Θεέ μου! Ωρες ώρες νιώθω πως δεν την αντέχουν τα μάτια μου…
Ενιωσε να σφίγγεται κάτι μέσα της. Πόσο καιρό είχε να δει την ανατολή ή να παρατηρήσει τη δύση του ήλιου. Οι μέρες εναλλάσσονταν και εκείνη τις ένιωθε όλες ίδιες. Μετρούσε το χρόνο μόνο σε συνάρτηση με τη δουλειά της. Χρειάζομαι 10 ώρες για να τελειώσω αυτό, δύο μέρες για να τελειώσω το άλλο και πάει λέγοντας. Κι ούτε που κατάλαβε πώς πέρασαν τόσα χρόνια.

8 Ιουλίου

…Επιτέλους πέτυχα να κρατήσω την αναπνοή μου μέσα στο νερό, περισσότερο από τον Κώστα. Κι έτσι παραδέχτηκε πως είμαι καλύτερη από αυτόν στο κολύμπι. Το λατρεύω το θαλασσινό νερό. Κι εδώ στην παραλία της Πλύτρας τα νερά είναι πεντακάθαρα και γαλαζοπράσινα. Δεν θέλω να βγω από τη θάλασσα…

Να λοιπόν που κάποτε κολυμπούσε με τις ώρες. Δεν βαριόταν όπως τώρα, δεν καθόταν με τις ώρες στην ομπρέλα παρέα με τον υπολογιστή. Πόσο καιρό είχε να κολυμπήσει ξένοιαστη, να χαρεί τη δροσιά του νερού, να ψάξει για κοχύλια…

Κι ο Κώστας; Τι να απέγινε άραγε ο παιδικός της φίλος; Τελευταία φορά τον είδε κάποια χρόνια μετά από εκείνη τη μέρα στη θάλασσα, τότε που είχε περάσει στο Κολέγιο. Το καλοκαίρι εκείνο ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του, το ίδιο και εκείνος κι ας μην τόλμησαν ποτέ να μιλήσουν ανοιχτά ο ένας με τον άλλον. Μόνο κάτι υπονοούμενα της έλεγε ότι θα ήθελε να την βλέπει κάθε καλοκαίρι, ότι όταν εκείνη ξαναφύγει στην Αμερική θα ξεχάσει τη φιλία τους και κάτι τέτοια.

Φοβόντουσαν και οι δυο ότι η Αμερική θα τους κρατήσει μακριά και στο τέλος ο φόβος τους νίκησε και δεν κράτησαν επικοινωνία. Κι όμως δεν θυμάται να ερωτεύτηκε ποτέ κανέναν τόσο πολύ, ή για την ακρίβεια μάλλον δεν ερωτεύτηκε ποτέ ξανά από τότε. Τι κρίμα που ο Κώστας δεν είχε το κουράγιο τότε να της μιλήσει. Μονάχα την κοίταζε βαθιά στα μάτια και της χαμογελούσε, με το πιο ζεστό, το πιο γλυκό χαμόγελο που είχε δει ποτέ της.

Ενιωσε κάτι ζεστό να κυλάει στο μάγουλό της. «Κλαίω;» σκέφτηκε. «Δεν πάω καλά! Τι ευαισθησίες είναι αυτές, αν είναι δυνατόν». Κι όμως τής ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα δάκρυα που ξεχύνονταν ορμητικά σαν ποτάμι. Λυγμοί που έβγαιναν από τα βάθη τού είναι της, τράνταζαν το λεπτό κορμί της. Θρηνούσε εκείνο το κορίτσι που κάποτε είχε την ικανότητα να χαίρεται την κάθε στιγμή και που την έχασε στην πορεία της ζωής της χωρίς να το καταλάβει.

Θρηνούσε για τις μικρές απολαύσεις που ξέχασε να νιώθει από τότε που άρχισε να τρέχει στην ανηφόρα της επαγγελματικής επιτυχίας. Θρηνούσε για τον έρωτα που δεν έζησε, για τις ζωές που δεν έφερε στον κόσμο, για την αγάπη που δεν έδωσε. Ακόμη και τη μέρα αυτή που όλοι γιόρταζαν με τις οικογένειές τους, εκείνη σκεφτόταν τη δουλειά. Εκλαιγε μέχρι που κουρασμένη όπως ήταν την πήρε ο ύπνος.

Πετάχτηκε όταν άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα και τη φωνή της μητέρα της να τη φωνάζει.

– Αντζελα εδώ είσαι παιδί μου; είπε και άνοιξε την πόρτα του δωματίου.

– Ναι μαμά έλα, είπε σκουπίζοντας το πρόσωπό της.

– Είναι κάτι που θέλω να σου πω, της είπε γελαστή η μητέρα της μπαίνοντας μέσα.

– Πες το λοιπόν, Ma! της απάντησε η Αντζελα αγκαλιάζοντάς την.

– Θυμάσαι τον Κώστα της κυρά Μαρίας απέναντι από το σπίτι του παππού, που κάνατε παρέα, όταν ήσασταν παιδιά;

– Ναι φυσικά τον θυμάμαι, ψέλλισε όσο μπορούσε πιο φυσικά.

– Ε, λοιπόν ήρθε εδώ στη Νέα Υόρκη για δουλειές και με πήρε τηλέφωνο να ρωτήσει τι κάνεις. Μου ζήτησε το τηλέφωνό σου αλλά φοβήθηκα να του το δώσω μη θυμώσεις. Εγραψα όμως το δικό του. Να ορίστε εδώ το έχω, της είπε. Να τον πάρεις μην το ξεχάσεις, του το υποσχέθηκα, συνέχισε και έβγαλε από την τσέπη της ένα διπλωμένο χαρτάκι.

Η Αντζελα το πήρε με χέρι που έτρεμε. Το ένιωσε να παίρνει φωτιά μέσα στις παλάμες της και ένα κύμα ζέστης πέρασε μέσα στις φλέβες της κι από εκεί ταξίδεψε για την καρδιά της. Ενα γλυκό αίσθημα νοσταλγίας έπνιξε τη φωνή μέσα στο λαιμό της. Εκλεισε το χαρτάκι σφιχτά μέσα στο χέρι της και χαμογέλασε στη μητέρα της.

– Σε ευχαριστώ πολύ μαμά. Φυσικά θα του τηλεφωνήσω. Και μάλιστα τώρα αμέσως, είπε και έπιασε το κινητό της.

 bit.ly/2i50xDS