από την Αναστασία Δημητροπούλου.
Πολλοί ρωτούν ποιό είναι το νόημα του να προσπαθείς να διορθώσεις έναν κόσμο, στον οποίο είμαστε για τόσο λίγο.
Ίσως είναι οι ίδιοι που αγνοούν ότι το κακό προέρχεται όχι από την ατομική αλλά από τη συλλογική συμπεριφορά της ανθρωπότητας, και εκείνοι που παραμένουν δημιουργήματα της εποχής τους, αδυνατώντας να ανυψωθούν πέρα και πάνω από τις ιδέες της, και κυρίως εκτός των ορίων του εαυτού τους.
Είναι αυτοί που κανείς βλέπει καθημερινά στο δρόμο, και νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι και όχι φυλακισμένοι, επειδή αποφεύγουν εντέχνως να αγγίξουν τους τοίχους των κελιών τους.
Είναι αυτοί οι τόσοι πολλοί σιωπηλοί άνθρωποι που πρέπει να ανακαλύψουν ποιοί στ’ αλήθεια είναι για να απελευθερωθούν.
Μονάχα έτσι θα καταλήξουν στο ότι το πεπρωμένο δεν είναι θέμα τύχης, αλλά επιλογής.
Μονάχα έτσι θα αντιληφθούν πως πρέπει να το πετύχουμε και όχι να το περιμένουμε να μας χτυπήσει σαν κεραυνός. Μονάχα έτσι θα αποφασίσουν σε ποιά κατηγορία θέλουν να ανήκουν.
Σε αυτούς που δε μπορούν να κινηθούν; Σε αυτούς που μπορούν ή σε αυτούς που έχουν το πείσμα και την τόλμη να κινούνται;
Η δεκαεννιάχρονη Ζαΐρα Παπαδημητροπούλου έπρεπε να μεταναστεύσει για να καταλάβει πως ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του.
Πως από όλα τα επαγγέλματα το πιο ταιριαστό για όλους μας είναι η ευτυχία, πως ο σκοπός της ζωής είναι μια ζωή με σκοπό, πως οι ελευθερίες δεν μάς παραχωρούνται εθελοντικά, αλλά απαιτούν από εμάς να τις κατακτήσουμε, και πως ορισμένοι έρωτες μας βρίσκουν μόνο και μόνο για να αφήσουν παντοτινά σημάδια στην ψυχή μας.
Έπρεπε να φύγει μακριά από το οικογενειακό της περιβάλλον κι όσα είχε συνηθίσει, για να συνειδητοποιήσει ότι οι πράξεις μας προσδιορίζουν το ποιόν μας και πως κάθε είδος εμπειρίας και γνώσης οδηγεί μοιραία στην αυτογνωσία.
Η Ζαΐρα θα δει την ανθρωπότητα να ξυπνά από τον λήθαργό της, γιατί πολύ απλά έρχεται εκείνη η στιγμή που επαναστατεί.
Η πρωταγωνίστρια του νέου βιβλίου της Μάιρας Παπαθανασοπούλου, «Ιεραποστολική στάση», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, είναι κάποια που δεν ονειρεύεται να σπουδάσει Οδοντιατρική, μα το θέλει η μητέρα της.
Εκείνη θα ήθελε να φοιτήσει στην Καλών Τεχνών, να εκμεταλλευτεί το ταλέντο της στη ζωγραφική, και να το χαρίσει στους άλλους.
Εκείνη δε θέλει απλώς να ζωγραφίζει τα πράγματα, αλλά τη διαφορά μεταξύ των πραγμάτων κι αντιμετωπίζει την εικαστική σαν μια πράξη απόλυτης ευχαρίστησης αλλά και ανείπωτης αγωνίας.
Η Ζαΐρα στα μέσα της δεκαετίας του ’80, θα βρεθεί μόνη σε μια διασπασμένη χώρα. Το τείχος είναι τρόμος.
Μαχαίρι που χωρίζει το μήλο της Γερμανίας στα δύο και φιμώνει τα στόματα της ανατολικής πλευράς της.
Παρότι βυθισμένη σε εργαστήρια και επιστημονικά βιβλία, η Ζαΐρα θα δει ανθρώπους που τους περικυκλώνει μια ζοφερή πραγματικότητα, την φοβερή όψη του φασισμού που δεν ορίζεται ακριβώς από τον αριθμό των θυμάτων του, μα από τον υπόγειο τρόπο με τον οποίο τα εξοντώνει, κι άντρες που θα της μάθουν πώς είναι να σε ποθούν.
Μέσα από χαρακτήρες όπως ο Βολφ κι η Ίνγκε θα καταλάβει ότι η αυτοπεποίθηση είναι μεταδοτική, όπως κι η έλλειψή της, πως χρειάζεται δύναμη για να ακολουθούμε την προσωπική μας σκέψη ως το τέλος αδιαφορώντας για τις συνέπειες, και ότι όλα αξίζουν τον κόπο όταν η ψυχή δεν είναι μικρή.
Η μπερδεμένη της ερωτική ιστορία με τον Μάρτιν και το γεγονός πως εκείνη είναι ο συνδετικός του κρίκος με ό,τι έχει χάσει στην παιδική του ηλικία, θα ξεκλειδώσει το δυναμισμό που φυλάει καταπιεσμένο μέσα της, και θα της διδάξει ότι όλοι μα όλοι είμαστε γεννημένοι για έρωτα, καθώς αυτός είναι ο μοναδικός φωτεινός προορισμός μας στη ζωή.
Μακρινός θεατής στο εσωστρεφές για την εποχή, Βερολίνο, ο ξάδελφός της Φίλιππος που παλεύει με τα δικά του μυστικά.
Στα μακροσκελή γράμματά του τής διηγείται περιστατικά από τη ζωή στην Αθήνα, ενώ εκείνη επιμένει πως είναι επικίνδυνο να έχεις δίκιο όταν οι κυβερνήσεις έχουν απόλυτο άδικο, ότι κατευνάζεις μια τίγρη επιτρέποντάς της να σε κατασπαράξει και πως η πρωτοβουλία της να ακολουθήσει επιτέλους τα όνειρά της, θα είναι μια επιτυχημένη ανυπακοή απέναντι στη μητέρα της, απέναντι στο σύστημα και απέναντι στις μεγαλύτερες ανασφάλειές της.
Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι γραμμένο με φλόγα στην ψυχή, όπως και όλα τα προηγούμενα της συγγραφέως, μα αν διαφέρει σε κάτι από τα άλλα, αυτό είναι πως φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τη σκιά του, για να του δείξει ταυτόχρονα το φως του, και μας θυμίζει πως η τέχνη όταν συνάδει με την αγάπη, μάς ελκύει επειδή αποκαλύπτει τις μυστικότερες πτυχές του εαυτού μας.
Διέπεται από πολύ ενδιαφέροντες και πολυδιάστατους χαρακτήρες που μοιάζουν εξωτερικά στατικοί, αλλά εσωτερικά είναι φορτισμένοι με ένα ξέφρενο θάρρος και θράσος για ζωή.
Εξαπολώντας χιούμορ και εναλλαγές στις διαθέσεις των ηρώων της, η Μάιρα Παπαθανασοπούλου γράφει για όσους διστάζουν, που είναι οι ίδιοι που τελικά χάνουν τη σειρά τους, για όσους φοβούνται να πουν τι θέλουν και γι’ αυτό δεν παίρνουν αυτό που θέλουν, ενώ αφιερώνει σαφώς το βιβλίο αυτό στους έρωτες που μας συναρπάζουν, στη μητέρα του καθενός από εμάς που ποτέ δεν είναι μόνη με τις σκέψεις της, καθώς σκέφτεται μία φορά για τον εαυτό της και μία για εμάς, και σε ‘κείνους που ξέρουν πως η μεγαλύτερη χαρά στη ζωή είναι να μας αγαπούν και να μη μας ξεχνούν.