από την Μάρθα Πατλακουτζα.

 

Το κλικ ήχησε στη σιγαλιά. Εκείνος και η εικόνα. Μια αναμέτρηση ψυχής.

Ακολούθησε το κράτημα της ανάσας. Η επιμονή τσίτωσε τις αισθήσεις και μια ιδέα ικανοποίησης ξεμύτισε από τα χείλη του.

 Η εικόνα αντιστάθηκε, μα ο φακός επέμενε. Την ήθελε δική του και την απόκτησε. Πρώτα στη μνήμη του και μετά στο χαρτί.

Δεν ήταν σίγουρος εάν ήταν η σωστή. Της έδωσε τον χρόνο και την προσοχή. Σιωπηλός είδε την καρδιά της. Ανακάλυψε το μικρό μυστικό της κι αυτό δε θα το μοιραζόταν με κανέναν. (Οι άλλοι ας δημιουργούσαν το δικό τους στόρυ).

Εκείνη ζήτησε ανάσα, ζήτησε την αιωνιότητα. Ήταν το λιγοστό που απαίτησε σε αντάλλαγμα για την αμετάκλητη αποδοχή της φυλακής της.

Εκείνος κατάλαβε.. για πάντα θα ήταν σχεδόν δική του.

Σχεδόν…

Η αιτία;

Η σαγήνη της. Ήταν μια εικόνα που άνηκε σε όλους. Αφήνεται και παραδίνεται. Μέσα της όλοι μπορούσαν να δουν το άσπρο και το μαύρο, τη γαλήνη και μια στάλα μελαγχολίας.

Τα βλέφαρα ανοιγοκλείνουν εξεταστικά. Κάπου εκεί στο βάθος το μάτι γυρεύει την αλήθεια της.

Άραγε πόσα μπορεί να φανερώσει ή να κρύψει μια εικόνα;

Εξαρτάται από το βλέμμα που θα επιχειρήσει να τη γυμνώσει. Πόσο θέλει να προχωρήσει μέσα της. Κι εκεί είναι η ομορφιά της. Είναι μια πρωτόγνωρη ερωμένη που έχει πολλά να πει… Και να δώσει.

Ναι, κάπου εκεί. Ανάμεσα στο άσπρο και μαύρο. Almost grey…