Από την Ισμήνη Χαρίλα
«Ένα λουλουδάκι αόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ανάμεσα στους δυο αυτούς βράχους, που το λεν’ Άνθος του Γιαλού, αλλά μάτι δεν το βλέπει. Και το βασιλόπουλο, που είχε πέσει στα χέρια των βαρβάρων, παρακάλεσε να γίνει Σπίθα, φωτιά του πελάγους, για να φτάσει εγκαίρως, ως τη μέρα που γεννάται ο Χριστός, να φυλάξει τον όρκο του που είχε δώσει στη Λουλούδω».
Το «Άνθος του Γιαλού» είναι ένα παραμύθι που βασίζεται σε απτά στοιχεία, διανθίζεται από τις σβησμένες αναμνήσεις όσων γνώριζαν τους πρωταγωνιστές του μύθου και γίνεται θρύλος που μεταδίδεται από στόμα σε στόμα σε όσους απορούν με την ύπαρξή του.
Τόσο το «Άνθος του Γιαλού», όσο και «Ο Αμερικάνος» αποτελούν μέρος των Χριστουγεννιάτικων Διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και έχουν και τα δυο ως αφετηρία την ιστορία αγάπης δυο νέων.
Γραμμένα το 1906 και το 1891 αντίστοιχα, μεταφέρουν τον αναγνώστη σε μια άλλη εποχή. Τότε που οι άνθρωποι πίστευαν στους δράκους και τα στοιχειά, τότε που οι υποσχέσεις δεν παραπλανούσαν και δεν λησμονούνταν.
Στο «Άνθος του Γιαλού», η Λουλούδω – η κόρη που απέκτησε το όνομά της χάρη στην ομορφιά της – αγάπησε ένα βασιλόπουλο που έφυγε για τον πόλεμο ορκιζόμενο πως θα επέστρεφε τα Χριστούγεννα για να την παντρευτεί. Η αφέλεια της νιότης δεν προέβλεψε δυστυχώς την ισόβια υποδούλωσή του από τον εχθρό και το γεγονός ότι δεν θα κατόρθωνε να γυρίσει ποτέ κοντά στην αγαπημένη του. Παρ’ όλα αυτά δεν την ξέχασε ποτέ και η ψυχή του μεταμορφώθηκε στη Σπίθα του Πελάγους που φώτιζε αιώνια το Άνθος του Γιαλού, το λουλουδάκι που γεννήθηκε από τα δάκρυα της κοπέλας.
«Ο Αμερικάνος» διηγείται και αυτός την πονεμένη αγάπη δυο νησιωτών. Ο άνδρας, φτωχός, αδύναμος και παλεύοντας να βελτιώσει τη ζωή του, μετανάστευσε στην Αμερική, αφήνοντας πίσω του την αρραβωνιαστικιά του, τη Μελαχροινή.
Είκοσι χρόνια έλειπε, αλλά εκείνη – ενώ δεν λάμβανε ούτε καν ένα γράμμα του – έμεινε αφοσιωμένη στον έρωτά τους και απέρριψε κάθε πρόταση νέου υποψήφιου γαμπρού. Ώσπου, όταν πια κάθε προσδοκία είχε χαθεί, εκείνος επέστρεψε μια Χριστουγεννιάτικη νύχτα, πλούσιος και δυνατός, για να μείνει για πάντα κοντά της.
Και τα δυο αυτά λοιπόν αφηγήματα διαποτίζονται από μια αίσθηση μελαγχολίας για το όνειρο που σβήνει, αλλά παράλληλα υπερθεματίζουν την έννοια της πίστης και των αληθινών αισθημάτων.
Όπως σε όλα τα έργα του, ο Παπαδιαμάντης αποτυπώνει και εδώ την εποχή του και τον τρόπο ζωής των συμπατριωτών του, ενώ έκδηλη είναι – ιδίως στον «Αμερικάνο» – η έμφυτη τάση του για μοναχικότητα και εσωτερική αναζήτηση. Συγχρόνως δεν εκλείπουν ούτε η θρησκευτική επιρροή, ούτε και το ηθογραφικό υπόστρωμα του δημιουργού που επιχειρεί τη διείσδυση στον ψυχικό κόσμο των ηρώων.
Μελετώντας δε τα διηγήματα αυτά σήμερα, συνειδητοποιούμε ότι παραμένουν διαχρονικά αφού έναν αιώνα αργότερα ο πόλεμος και η μετανάστευση που χώριζαν στο παρελθόν τους ανθρώπους, δεν είναι αόριστες έννοιες, αλλά καθημερινότητα και το θαύμα των Χριστουγέννων, που συμβολίζει την αναγέννηση, την πίστη στο μέλλον και την ελπίδα δεν είναι απλώς θεμιτό, αλλά πιο αναγκαίο από ποτέ.