Ανοιξα τα μάτια μου με δυσκολία, καθώς το φως του ήλιου έπεφτε δυνατό πάνω στο πρόσωπό μου. Ενιωθα περίεργα, το στομάχι μου ήταν ανακατωμένο και σουβλιές τρυπούσαν το κεφάλι μου στη βάση του αυχένα. Ενα γκρίζο, θολό σύννεφο έπνιγε το μυαλό μου κάθε φορά που προσπαθούσε να σκεφτεί λογικά.

Σηκώθηκα απρόθυμα και πήγα με αργά βήματα στο μπάνιο. Μπήκα κάτω από το ντους. Αφησα το παγωμένο νερό να τρέξει πάνω μου μήπως συνέλθω πιο γρήγορα. Το κεφάλι μου μούδιασε και ο πόνος υποχώρησε προσωρινά.

Σκούπισα τα μαλλιά μου με μια παχιά πετσέτα που μύριζε έντονα μαλακτικό «γαλαζοπράσινες θάλασσες». Το μαλακτικό της μαμάς, η μυρωδιά που είχα συνδέσει με τη ζεστασιά του πατρικού σπιτιού, με την μητρική αγκαλιά, με την ξενοιασιά των παιδικών μου χρόνων.

Δεν τολμούσα να κοιτάξω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη καθώς χτενιζόμουν, φοβόμουν πως δε θα αναγνωρίσω πια αυτό που θα δω, πως δεν υπάρχει πλέον αυτό που ως τώρα όριζα «ο εαυτός μου», πως όλα πάνω μου θα μου φανούν ξένα, διαφορετικά, άγνωστα… Τα πράσινα μάτια που έμοιαζαν τόσο στα μάτια της μαμάς, τα γεμάτα χείλη που πήρα από τον πατέρα μου, τα πυκνά καστανά μαλλιά της γιαγιάς.

Σήκωσα αργά το βλέμμα και το κάρφωσα στο πρόσωπο που με κοίταζε με πρησμένα, κόκκινα μάτια μέσα από τον καθρέπτη. Μου χαμογέλασε ειρωνικά και άρχισε να ουρλιάζει «ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΙΣ».

Η κ. Σταυρούλα Τσούτσα διδάσκει στο Λύκειο του Αγίου Δημητρίου στην Αστόρια.

Πέταξα με μανία τη βαριά μεταλλική βούρτσα στον καθρέπτη και ξέσπασα σε ένα βουβό κλάμα. Το πρόσωπο που με κοιτούσε διαλύθηκε σε κομμάτια που έπεσαν με θόρυβο στα πλακάκια του μπάνιου. Ενιωσα μια άγρια ικανοποίηση. Τώρα μπορούσα ξανά να είμαι όποια ήθελα. «Είμαι η Αλισον Ο’ Ντόνελλυ, 29 ετών, από τη Νέα Υόρκη», ψιθύρισα.

‘Η τουλάχιστον έτσι πίστευα μέχρι πριν δύο μέρες.

Τρεις μήνες πριν, ο αδερφός μου ο Μπράιαν μπήκε μέσα στο δωμάτιό μου, μαζί με την αδερφή μου την Εριν, χοροπηδώντας από τη χαρά του. Ανέκαθεν ήθελε να μάθει τις ρίζες του, τον γοήτευε το παρελθόν και αγόρασε το τεστ DNA που διαφήμιζε για μέρες η τηλεόραση. Και επειδή τις μέρες που πήρε το δικό του η εταιρεία έδινε σε προσφορά 3 σετ στην τιμή του ενός, έκανε δώρο από ένα τεστ σε εμάς τις αδερφές του. Πόσο πολύ χαρήκαμε δε λέγεται!

Είναι πραγματικά συγκλονιστικό να μαθαίνεις τις ρίζες σου, πόσο τοις εκατό ανήκεις στη μία φυλή και πόσο σε μια άλλη, πόσα μέρη του κόσμου κουβαλάς μέσα σου, πόσους διαφορετικούς πολιτισμούς. Το κάναμε και οι τρεις μαζί, εγώ, ο Μπράιαν και η Εριν. Φτύναμε μέσα στο μικρό σωληνάκι της συσκευής και είχαμε ξεκαρδιστεί να γελάμε με τις προβλέψεις για την καταγωγή μας.

– Εσύ, Αλισον, πρέπει να έχεις κληρονομήσει DNA από την προπρογιαγιά μας την Λατινοαμερικάνα, γι’ αυτό έχεις τόσο σκούρα μαλλιά! Εγώ και η Εριν είμαστε καθαρόαιμοι Ιρλανδοί, είπε ο Μπράιαν γελώντας!

– Για αυτό κι είμαστε γεμάτοι φακίδες, συνέχισε η Εριν, ενώ το δικό σου δέρμα είναι άσπρο και λαμπερό! Τυχερή!

– Αν κρίνω από το πείσμα και το αγύριστο κεφάλι που έχουμε όλοι μας, κανείς μας δεν θα μπορούσε να έχει άλλη πατρίδα, είπα γελώντας.

– Υπομονή μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα και μετά θα ξέρουμε τι είδους γονίδια έχουμε! έκλεισε τη συζήτηση ο Μπράιαν και μάζεψε τα κουτάκια με τα δείγματα για να τα ταχυδρομήσει.

– Α! και κουβέντα στη μαμά, είπε συνωμοτικά. Θα λέει πάλι πως πετάμε τα λεφτά μας δεξιά και αριστερά για το τίποτα.

Κι ύστερα το ξεχάσαμε. Ο καθένας μας μπήκε στη δικιά του καθημερινότητα. Ο Μπράιαν τελείωνε πολιτικές επιστήμες στο CUNY και δούλευε μπάρμαν σε μια ιρλανδέζικη παμπ στην Μπρόντγουεϊ. Κοιμόταν αργά τη νύχτα και πρωί με μάτια πρησμένα και ανάκατα μαλλιά έτρεχε να προλάβει το μάθημα. Σπάνια τον έβλεπα στο σπίτι, δούλευε κάθε μέρα χωρίς ρεπό. Μόνος του πλήρωνε τις σπουδές του και βοηθούσε και την μικρή μας αδερφή.

Η Εριν ήταν στο πρώτο έτος Ιατρικής στο Φόρνταμ με μια μεγάλη υποτροφία και διάβαζε τρελά για να τη διατηρήσει. Η βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου κόντευε να γίνει το σπίτι της και πολλές φορές τη συναντούσα εκεί και την ανάγκαζα να πάμε μαζί για φαγητό στο αγαπημένο της ιταλικό εστιατόριο, έτσι για να τα πούμε λιγάκι οι δυο μας και να χαλαρώσουμε. Οσο για εμένα, ετοιμαζόμουν για τις εξετάσεις της Πολιτείας, για να αρχίσω πλέον με τη νέα χρονιά να διδάσκω Μαθηματικά σε ένα από τα καλύτερα λύκεια της περιοχής.

Τα αγαπούσα πολύ τα αδέρφια μου, ήμασταν από μικρά πολύ δεμένα, και δεθήκαμε ακόμη περισσότερο μετά το θάνατο του πατέρα μας, που ήταν ο πιο γελαστός και χαρούμενος άνθρωπος που ξέρω. Ο Σον Ο’ Ντονέλλυ, ήταν ένας μεγαλόσωμος, ξανθός άντρας με ζεστά γαλάζια μάτια και δυνατή φωνή. Ο πιο αγαπητός μπάτσος στο αστυνομικό τμήμα στην Αστόρια Μπουλεβάρ. Πέθανε πριν από πέντε χρόνια σε μια επιχείρηση της Αστυνομίας, αφού κατάφερε με την ομάδα του να εντοπίσει και να καταστρέψει μια μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών.

Από τότε η μάνα μας γέρασε. Σπάνια έβγαινε από το σπίτι και αρνιόταν με κάθε τρόπο να ξεπεράσει την απουσία του. Συνέχισε να ζει με τη σκιά του, με τις φωτογραφίες του, με τη στολή του, με τη μυρωδιά στα ρούχα που φορούσε πριν τον χάσει, με τα γράμματα που της είχε στείλει, όταν την πρωτοερωτεύτηκε, με τα τραγούδια που άκουγαν μαζί.

Και ενίοτε με τα παιδιά του, με εμάς. Ιδίως τις γιορτές των Χριστουγέννων της άρεσε να μαζευόμαστε όλοι μαζί γύρω από το τζάκι και να μιλάμε για αυτόν, να θυμόμαστε στιγμές από τη ζωή μας μαζί του, να τον ξαναζωντανεύουμε για εκείνη, προσθέτοντας κάθε φορά μικρά κομμάτια στο παζλ της μνήμης της.

Την ημέρα των Ευχαριστιών το πρωί, ήμασταν η Εριν και εγώ στην κουζίνα και ετοιμάζαμε το φαγητό, όταν ο Μπράιαν όρμησε γελώντας μέσα.

– Κορίτσια βγήκαν τα αποτελέσματα από το τεστ DNA που κάναμε. Αφήστε τη μαγειρική κι ανοίξτε τα λάπτοπ σας να δούμε ποιος είναι ο πιο Ιρλανδός από τους τρεις μας, μας είπε με ζωηρή φωνή. Σας περίμενα να τα δούμε όλοι μαζί.

Φέραμε τους φορητούς υπολογιστές μας και ανοίξαμε τα email μας. Βρήκαμε τη σελίδα της εταιρείας, συνδεθήκαμε ο καθένας με τους κωδικούς του και ψάξαμε όλο αγωνία τα αποτελέσματα του τεστ.

Αυτό που είδα με έκανε να παγώσω. 87% Ελληνίδα, τίποτα από Ιρλανδία. Το κοιτούσα και το ξανακοιτούσα χωρίς να μπορώ να βρω μία λογική εξήγηση. Ελεγξα ξανά το όνομα, τον κωδικό μου, το site, έκανα αποσύνδεση και συνδέθηκα ξανά. Το ίδιο αποτέλεσμα.

– Ουάου, φώναξε ο Μπράιαν εγώ είμαι 80% Ιρλανδός! Εσύ Αλισον;

– Εγώ 83%, πετάχτηκε η Εριν! Σε πέρασα! Ε, Αλισον, εσύ;

Με κοίταξαν και οι δύο περιμένοντας την απάντησή μου. Δεν μπορούσα να τους απαντήσω. Ενα παγωμένο χέρι με είχε πιάσει από το λαιμό και με εμπόδιζε να αναπνεύσω. Αρχισα να βήχω. Ο Μπράιαν ήρθε δίπλα μου και γύρισε τον υπολογιστή μου προς το μέρος του. Διάβασε τα αποτελέσματα.

– Τι στην ευχή συμβαίνει; αναρωτήθηκε δυνατά, μη μπορώντας να κρύψει την έκπληξή του.

– Ε, Μπράιαν στους συγγενείς μπορώ να δω εσένα, αλλά όχι την Αλισον, είπε η Εριν με έκδηλη την απορία στη φωνή της. Γιατί;

– Δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται, μουρμούρισε ο αδερφός μου. Κάποιο λάθος θα έχει γίνει. Θα τους πάρουμε τηλέφωνο, να ρωτήσουμε.

Τα λόγια του άναψαν ένα φως ελπίδας στο ταραγμένο μυαλό μου. Μα φυσικά, πρόκειται για λάθος. Αλλιώς πώς είναι δυνατόν να μην έχω τίποτα κοινό με τα αδέρφια μου; Το παγωμένο χέρι σταμάτησε να με σφίγγει και ανάπνευσα χαλαρωμένη.

– Ναι, πρόκειται σίγουρα για λάθος. Δεν εξηγείται αλλιώς! 87% Ελληνίδα! Από πού κι ως πού; είπα και χαμογέλασα.

– Κουβέντα στη μαμά, ψιθύρισε η Εριν. Τον τελευταίο καιρό κλείστηκε ακόμη περισσότερο στον εαυτό της. Δεν αντέχει άλλες συγκινήσεις.

Συμφωνήσαμε όλοι και συνεχίσαμε την προετοιμασία για το τραπέζι. Την ώρα του φαγητού, όλοι μας φαινόμασταν να έχουμε ξεχάσει το περιστατικό. Τα αδέρφια μου χαρούμενα μιλούσαν για το μέλλον τους, η μητέρα μας άκουγε με ενδιαφέρον και τους έσπρωχνε να μιλήσουν για τα όνειρά τους, και εγώ ανέφερα αστεία περιστατικά με παιδιά από το σχολείο όπου έκανα την πρακτική μου.

Γελούσα μαζί τους και έμοιαζα ξένοιαστη. Ενιωθα καλά, τουλάχιστον την περισσότερη ώρα. Γιατί πού και πού, ξαφνικά, μια γκρίζα ομίχλη απλώνονταν μέσα μου. Τότε επαναλάμβανα ρυθμικά «Ενα ακόμη λάθος, ένα ακόμη λάθος» και το πηχτό γκρίζο αραίωνε μέχρι που εξαφανιζόταν.

Την επόμενη μέρα ο Μπράιαν, με πήρε στο κινητό από τη δουλειά του.

– Ελα Αλ, τους πήρα τηλέφωνο, τους εξήγησα και υποσχέθηκαν να στείλουν αμέσως ένα καινούριο τεστ για εσένα, μου είπε βιαστικά.

– Τι σου είπαν, γίνονται τέτοια λάθη; τον ρώτησα με αγωνία.

– Αλ, πρέπει να κλείσω έχω πελάτες, είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο, χωρίς να απαντήσει στην ερώτησή μου.

Το τεστ έφτασε πολύ γρήγορα, δύο μέρες μετά, το έκανα αμέσως και το έστειλα την ίδια μέρα πίσω. Και μετά ως δια μαγείας, το ξέχασα.

Μέχρι δύο μέρες πριν, που βγήκαν ξανά τα αποτελέσματα για δεύτερη φορά.

Είδα το email πολύ νωρίς το πρωί μόλις ξύπνησα. Στεκόμουν για ώρα μπροστά στην οθόνη, χωρίς να τολμώ να το ανοίξω. Φώναξα την αδερφή μου, δεν ήθελα να είμαι μόνη τη στιγμή που θα τα διάβαζα, ένα τόσο απλό πράγμα έμοιαζε για μένα εφιαλτικό.

Και ήταν. Για δεύτερη φορά είδα στην οθόνη μου το ίδιο ακατανόητο για μένα αποτέλεσμα. 87% Ελληνίδα. Η Εριν για ώρα το κοιτούσε μαζί μου άφωνη.

– Πρέπει να μιλήσεις στην μαμά, αδερφούλα, μού είπε τελικά. Δεν μπορεί κάποια εξήγηση θα υπάρχει.

Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου αμίλητη. Ενα κύμα δυστυχίας με πλημμύρισε, ανάμεικτο με φόβο, πόνο, αμφιβολία και χιλιάδες απορίες. Σηκώθηκα απότομα, φόρεσα βιαστικά το παλτό μου και βγήκα από το σπίτι, ακούγοντας την αδερφή μου να με φωνάζει κλαίγοντας. Δεν ήθελα να βλέπω κανέναν τους.

Ξαφνικά ένιωθα τόσο μόνη, τόσο ξένη στο ίδιο μου το σπίτι. Το βράδυ εκείνο δε γύρισα σπίτι, ούτε και την επόμενη μέρα. Πήγα στο σπίτι της Ξένιας, μιας αγαπημένης μου συναδέρφου. Με είδε χάλια αλλά δε μου ζήτησε εξηγήσεις. Ευτυχώς, καθώς ήταν οι διακοπές των Χριστουγέννων έφευγε την ίδια μέρα για το Κονέκτικατ να γιορτάσει με τους δικούς της, κι έτσι έμεινα μόνη στο σπίτι.

Το κινητό μου χτυπούσε συνεχώς, μια ο Μπράιαν, μια η Εριν και συνέχεια η μητέρα μου ή καλύτερα η δικιά τους μητέρα. Δεν το σήκωσα ούτε και το φόρτισα, μέχρι που έμεινε από μπαταρία και ησύχασε πια. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας έμενα ξαπλωμένη στο κρεββάτι με τα μάτια κλειστά περιμένοντας έναν λυτρωτικό ύπνο που, δυστυχώς, δεν έλεγε να μου κάνει τη χάρη. Τις υπόλοιπες ώρες άδειαζα το μυαλό μου βλέποντας ηλίθια shows στην τηλεόραση.

Προσπαθούσα απεγνωσμένα να μην σκέφτομαι τίποτα. Γιατί κάθε φορά που έφερνα στη σκέψη μου ό,τι είχε συμβεί ένιωθα έναν ανυπόφορο πόνο σε όλο το στήθος. Τόσο οξύ που με έπιανε κρύος ιδρώτας και θόλωνε η όρασή μου. Κατέληγα στο μπάνιο να αδειάζω το στομάχι μου που ούτως ή άλλως δεν είχε πια τίποτα να βγάλει. Χολή έβγαζα, θαρρείς, οργή συμπυκνωμένη, πικρή και ξινή, άγρια οργή για όλους αυτούς που τόσα χρόνια με κορόιδευαν, για τα μυστικά που δε γνώριζα, για τις ψευδαισθήσεις που νόμιζα πραγματικότητα.

Είναι τρομακτικό να μαθαίνεις ξαφνικά ότι δεν είσαι αυτό που για χρόνια νόμιζες ότι είναι ο εαυτός σου. Η μάνα σου, δεν είναι αυτή που σε γέννησε, ενώ από την άλλη, αυτή που σε κουβαλούσε εννιά μήνες μέσα της, δε σε ήθελε στη ζωή της, σε πέταξε από πάνω της σα σκουπίδι. Τα αδέρφια σου είναι δυο ξένοι, δεν έχουν το ίδιο αίμα με εσένα στις φλέβες σου.

Ούτε πατρίδα δεν έχεις πια, δεν ανήκεις στο λαό που θεωρούσες δικό σου. Κρέμεσαι μετέωρος σε ένα απροσδιόριστο κενό, σε ένα περιθώριο χωρίς συγκεκριμένες διαστάσεις, χωρίς αρχή και τέλος, ανώνυμος, άγνωστος, μόνος. Νιώθεις σα δέντρο σάπιο που ο δυνατός άνεμος, το ξεριζώνει και το ρίχνει αβοήθητο κάτω στο χώμα, με τις ρίζες του στον αέρα να προσπαθούν να γαντζωθούν από κάπου. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα σίγουρο, τίποτα σταθερό στη ζωή σου. Στην ουσία, δεν υπάρχει πια η ζωή σου.

Μάζεψα τα γυαλιά από τον σπασμένο καθρέπτη και τα πέταξα έξω στον κάδο της ανακύκλωσης. Είδα τα στολισμένα σπίτια γύρω μου, τα παιδιά που περπατούσαν κουβαλώντας δώρα και συνειδητοποίησα πως ήταν Χριστούγεννα. Τα πρώτα μου Χριστούγεννα χωρίς την οικογένειά μου, σκέφτηκα αυθόρμητα και μετά ξαναθυμήθηκα. Μπήκα μέσα κι έκλεισα πίσω μου δυνατά την πόρτα. Κάθισα στο κρεββάτι κι άφησα το κορμί μου να πέσει αδύναμο σαν μια μαριονέτα που της κόβουν απότομα τα σκοινιά. Ξέσπασα ξανά σε κλάματα. Τότε χτύπησε το κουδούνι.

Δεν είχα σκοπό να σηκωθώ να ανοίξω αλλά ο ενοχλητικός ήχος δε σταματούσε με τίποτα και φοβήθηκα μήπως ήταν η νοικοκυρά της Ξένιας που έμενε δίπλα και είχε έρθει να δει γιατί άκουγε θορύβους από ένα διαμέρισμα που υποτίθεται ότι ήταν άδειο. Ανοιξα έτοιμη να απολογηθώ, όταν αντίκρυσα μπροστά μου την Εριν και τον Μπράιαν. Τους άφησα να μπουν μέσα στο σπίτι. Τα πρόσωπά τους ήταν άσπρα και τα μάτια τους είχαν μαύρους κύκλους. Με αγκάλιασαν πριν προλάβω να πω οτιδήποτε,

– Η μαμά είναι στο νοσοκομείο Αλισον, είπε με ένα λυγμό η Εριν. Καρδιακή προσβολή, ευτυχώς ξεπέρασε τον κίνδυνο.

– Ω Θέε μου! ψέλλισα. Επειδή έφυγα;

– Ναι, μάλλον. Της είπαμε τι έγινε, είπε ο Μπράιαν.

– Τώρα είναι καλά; ρώτησα με αγωνία.

– Ναι, συνέρχεται, θα μείνει καναδυό μέρες στο νοσοκομείο και θα γυρίσει στο σπίτι.

– Αλήθεια, πώς με βρήκατε; ρώτησα.

– Η φίλη σου η Ξένια μας τηλεφώνησε, καθώς ανησύχησε, γιατί δε σήκωνες το κινητό σου και μας είπε ότι είσαι εδώ. Είχαμε όλοι μας τρελαθεί από την αγωνία, απάντησε ο Μπράιαν. Η μαμά μάς είπε να σου δώσουμε αυτό, ψιθύρισε και μου έβαλε στο χέρι ένα γράμμα.

Εσκισα τον σφραγισμένο φάκελο, το άνοιξα με χέρια που έτρεμαν κι άρχισα να διαβάζω δυνατά.

«Αγαπημένο μου κοριτσάκι, Αλισον αγάπη μου,

Το ξέρω ότι έχεις δίκιο να θυμώνεις, έχεις κάθε δίκιο να με κατηγορείς, θα σε καταλάβω ακόμη και αν αποφασίσεις να μην με ξαναδείς ποτέ, αλλά να ξέρεις ό,τι έκανα το έκανα μόνο από αγάπη, από ειλικρινή απέραντη αγάπη για εσένα. Θα σου πω λοιπόν, την αλήθεια που ήλπιζα να μην μάθεις ποτέ, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να μην πονέσεις, όπως πονάς τώρα.

Τριάντα περίπου χρόνια πριν, εγώ και ο αγαπημένος μου Σον αποφασίσαμε να ζήσουμε στην Αθήνα, στην Ελλάδα, να ανοίξουμε μια ιρλανδέζικη παμπ στο κέντρο της πόλης και να φτιάξουμε την οικογένειά μας σε μια ήρεμη γειτονιά της όμορφης αυτής πόλης. Και οι δυο αγαπούσαμε πολύ τον ήλιο, τη θάλασσα και το καλό ελληνικό φαγητό. Ο πατέρας σου διάβαζε με μανία Αρχαία Ιστορία εκείνη την περίοδο και εγώ είχα αρχίσει να μαθαίνω Ελληνικά.

Φαντάσου πόσο μεγάλη ήταν η χαρά μας, όταν λίγο καιρό μετά την εγκατάστασή μας στο Παγκράτι, σε ένα μικρό ηλιόλουστο διαμέρισμα, μάθαμε ότι ήμουν έγκυος. Πετούσα στα σύννεφα. Ζούσα για αυτό το μωρό που κουβαλούσα μέσα μου.

Κάθε μέρα του μιλούσα, του τραγουδούσα, έκλεινα τα μάτια και φανταζόμουν πώς θα έμοιαζε αυτό το μικρούλι που έκρυβα μέσα στην κοιλιά μου. Κι όσο αυτή φούσκωνε, τόσο περισσότερο λαχταρούσα τη στιγμή που θα έκλεινα στην αγκαλιά μου το μωρό μου, τη στιγμή που θα το μύριζα, θα το χάιδευα, θα το τάιζα για πρώτη φορά. Ο Σον ήταν επίσης ξετρελαμένος. Δεν έβλεπε τη στιγμή να γίνει πατέρας.

Κι η στιγμή που με τόση αγωνία περίμενα έφτασε. Μόνο που έφτασε πολύ νωρίτερα από όσο έπρεπε. Μόλις είχα κλείσει τον έκτο μήνα. Σηκώθηκα ένα πρωί και είδα αίμα στο κρεββάτι μου. Η κοιλιά μου έκανε συσπάσεις όλο το βράδυ κι εγώ που δεν είχα ιδέα από εγκυμοσύνες και παιδιά νόμιζα ότι το μωρό μου κουνιόταν. Οταν με είδε ο γιατρός μού ανακοίνωσε ότι γεννάω πρόωρα. Οι πιθανότητες να ζήσει το μωρό ήταν πολύ μικρές. Με έβαλαν στο δωμάτιό μου και μετρούσαν τις συσπάσεις μου.

Στο δίπλα κρεββάτι γεννούσε ένα κορίτσι γύρω στα δεκαεφτά. Μου έκανε εντύπωση που δεν είχε κανέναν μαζί της, ούτε άντρα, ούτε γονείς κι όλη την ώρα έκλαιγε. Γεννήσαμε σχεδόν ταυτόχρονα. Το δικό μου μωρό ήταν ένα μικρούλικο αγοράκι που δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Το έβαλαν στη θερμοκοιτίδα και έψαχναν νοσοκομείο να το μεταφέρουν. Το δικό της μωρό ήταν ένα πανέμορφο υγιές κοριτσάκι. Κάθε φορά που της το έφερναν να το ταΐσει αρνιόταν και έκλαιγε.

Το βράδυ της ίδιας μέρας με ενημέρωσαν ότι το μωρό μου πέθανε.

Εγώ ήμουν απαρηγόρητη. Ενιωθα σα να μου έχουν ξεριζώσει τα σπλάχνα, ένιωθα να έχει τελειώσει η ζωή μου μαζί με το μωρό που έχασα. Ο γιατρός μού είπε ότι η μήτρα μου δεν μπορούσε να κρατήσει το βάρος του παιδιού και δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα κάνω ποτέ παιδί κανονικά. Εκλαιγα συνέχεια και μαζί μου έκλαιγε και το κορίτσι στο διπλανό κρεββάτι. Κάποια στιγμή που είχαμε μείνει οι δυο μας, και της έφεραν το μωρό της, σηκώθηκε μου το έβαλε στα χέρια και μού είπε:

– Πάρε το δικό μου μωρό, σε παρακαλώ πάρε το κοριτσάκι μου. Δεν έχω κανέναν, δεν μπορώ να το μεγαλώσω, θα το βάλουν σε ίδρυμα, πάρε την εσύ να τη σώσεις.

Την κοίταξα άφωνη, ενώ έπαιρνα το μωρό στην αγκαλιά μου.

– Δες την τι όμορφη που είναι, δες πώς σε κοιτάζει…Πάρε την, θα είμαι τουλάχιστον σίγουρη ότι εσύ θα την προσέχεις. Εγώ την κράτησα, δεν ήθελα να τη ρίξω, ήθελα να ζήσει, πώς να σκοτώσω μια ζωή μέσα μου, είναι τόσο άδικο. Αλλά είμαι δεκαέξι χρονών, ορφανή και ζω από ελεημοσύνες. Σε παρακαλώ, πάρε το μωράκι μου και χάρισε του τη ζωή που του αξίζει.

Σε κοίταξα εκείνη τη στιγμή κοριτσάκι μου γλυκό και σε αγάπησα με όλη μου την καρδιά. Σε έσφιξα στην αγκαλιά και το άρωμά σου με ηρέμησε. Ενιωσα την καρδούλα σου να χτυπάει πάνω στην δικιά μου καρδιά και ήξερα ότι δε θα μπορούσα να αγαπήσω κανένα άλλο πλάσμα περισσότερο από εσένα. Αρχισα να σε ταΐζω με το γάλα μου. Ρούφαγες αχόρταγα κι όταν πια χόρτασες, κοιμήθηκες στο στήθος μου. Τι σημασία είχε ότι δε σε γέννησα εγώ;

Ο γιατρός δήλωσε εσένα σα δικό μου παιδί και το πεθαμένο μωρό σα δικό της. Την ίδια μέρα βγήκα από την κλινική χωρίς να ρωτήσω ποτέ το όνομά της, χωρίς να ξέρω τίποτα για αυτήν, το λυπόμουν το δυστυχισμένο κορίτσι αλλά δεν ήθελα τίποτα να με συνδέει μαζί της. Ησουν το δικό μου παιδί.

Λίγες εβδομάδες μετά, φύγαμε από την Ελλάδα και έκοψα κάθε δεσμό με τη χώρα αυτή. Μπορέσαμε να αλλάξουμε και τον τόπο γέννησης στο διαβατήριό σου. Δεν ήθελα με τίποτα να μάθει κανείς την αλήθεια για εσένα. Για αυτό και δεν πήγαμε ποτέ διακοπές στην Ελλάδα, ούτε σας ανάφερα ποτέ ότι κάποτε ζήσαμε εγώ και ο πατέρας σου εκεί.

Δεν περίμενα ότι θα μάθεις κάποτε μιαν αλήθεια που δεν την ήξερε σχεδόν κανείς. Αλλά η ζωή μάς παίζει περίεργα παιχνίδια. Λυπάμαι παιδί μου για τον πόνο που νιώθεις. Τον καταλαβαίνω και νιώθω και εγώ την καρδιά μου να ξεσκίζεται. Δεν ξέρω πια τι είμαι για σένα. Για εμένα, όμως, θα είσαι μέχρι να πεθάνω το αγαπημένο μου κοριτσάκι, το δικό μου κοριτσάκι.

Με λατρεία

Η μανούλα σου»

Εσφιξα το γράμμα στην καρδιά μου. Ενιωσα την αγάπη αυτής της γυναίκας που με μεγάλωσε σαν δικό της παιδί, αλλά και την αγάπη της γυναίκας που με έδωσε, το κουράγιο της να με γεννήσει, την αγωνία της να μην καταστραφώ μαζί της. Ενα κοριτσάκι δεκαέξι χρονών ήταν και πάλεψε όσο μπορούσε για μένα. Εκανε αυτό που πίστευε καλύτερο για τη ζωή μου. Η τρικυμία μέσα μου άρχισε να καταλαγιάζει. Ενιωσα αγάπη να με πλημμυρίζει, αγάπη και ευγνωμοσύνη για τη μάνα μου, για τα αδέρφια μου, για τη ζωή μου. «Το δικό μου θαύμα των Χριστουγέννων», σκέφτηκα.

Ο Μπράιαν και η Εριν έκλαιγαν με λυγμούς. Tους αγκάλιασα κι έκλαψα μαζί τους.

– Πάμε γρήγορα στο νοσοκομείο, είπα, θέλω να δω τη μαμά, να της πω να μην στεναχωριέται άλλο.

Πήρα το παλτό και βγήκαμε όλοι μαζί από το σπίτι. Στο δρόμο πήρα τη μητέρα μου τηλέφωνο από το κινητό της αδερφής μου.

– Μαμά, είπα με φωνή που έτρεμε. Η Αλισον είμαι μανούλα μου. Και να ξέρεις σε αγαπώ πολύ. Ολους σας αγαπώ πολύ.

bit.ly/2CjZQyP