Από τη Νίτσα Μανωλά
«Δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ!» αναφώνησα, ενώ στην πραγματικότητα γνώριζα πολύ καλά τον λόγο για τον οποίο βρισκόμουν εκεί. Όλοι γνωρίζαμε.
Δέκα ζευγάρια μάτια κολλημένα πάνω μου περίμεναν υπομονετικά να συνεχίσω. Οι ιδρωμένες παλάμες μου γλίστρησαν κάτω από τους μηρούς μου, που ήταν εξίσου ιδρωμένοι –αφού το κοντό σορτσάκι που φορούσα και η ζέστη του μεσοκαλόκαιρου με είχαν μουσκέψει ολόκληρη–, και ακούμπησαν την πλαστική καρέκλα προκειμένου να στεγνώσουν και να σταματήσουν να τρέμουν. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία και αυτό με έκανε να ιδρώνω ακόμα περισσότερο.
Ήταν άγραφος νόμος. Κανένας δε θα διέκοπτε τον άλλον, ούτε θα πρόσφερε κάποια συμβουλή. Θα ήμασταν όλοι απλοί ακροατές. Θα ακούγαμε τον καθένα να βγάζει από τα μύχια της ψυχής του τον πόνο του χωρίς παρεμβολές. Όση ώρα κι αν του έπαιρνε. Έστω κι αν αυτό σήμαινε πως θα μιλούσε μονάχα ένας από εμάς εκείνη την ημέρα. Ήταν το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε για να διευκολύνουμε το «άδειασμα» της ψυχής του.
Με μια γρήγορη ματιά περιεργάστηκα το δωμάτιο μέσα στο οποίο βρισκόμασταν και διαπίστωσα με μεγάλη απογοήτευση πως δεν είχε αρκετό φυσικό φως. Η μυρουδιά της κλεισούρας ήταν έντονη, σημάδι πως ούτε αρκετός αέρας έμπαινε εκεί μέσα. Δεν ξέρω τι άλλο περίμενα. Σε ένα υπόγειο ήμουν στο κάτω κάτω, στην οδό Καποδίστρια, λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου, όχι σε πολυτελή σουίτα ξενοδοχείου. Τι φως να μπει από τα δυο μικρά παράθυρα που βρίσκονταν στην κορυφή του τοίχου και πόσος αέρας να καταφέρει να εισχωρήσει από τις χαραμάδες τους, αφού ήταν πάντα κλειστά; Ένα μικρό τραπέζι στην αριστερή γωνία με πλαστικά ποτήρια, μια κανάτα νερό, ένα μπολ με πατατάκια, προσφορά δική μας για την ομάδα, καθώς και ένας μεγάλος ανεμιστήρας, ο οποίος κατά πώς φαινόταν δεν έκανε και πολύ καλή δουλειά, στα δεξιά ήταν όλα κι όλα τα αντικείμενα που βρίσκονταν εκεί μέσα εκτός από τις καρέκλες που καθόμασταν.
Ήμασταν χωρισμένοι σε δυο ομάδες που ουσιαστικά απαρτίζονταν από πέντε άτομα η κάθε μία: τα παιδιά μας που έχριζαν βοήθειας, μα την ζητούσαν με λάθος τρόπο και εμάς τους γονείς που θέλαμε να τους την προσφέρουμε, μα δε γνωρίζαμε το πώς. Ήμασταν έτοιμοι να ανοίξουμε διάπλατα τα παραθυρόφυλλα των ψυχών μας και να βγάλουμε από μέσα ό,τι θεωρούσε ο καθένας μας πως τον βάραινε.
Το βλέμμα μου, αφού περιπλανήθηκε λίγο ακόμα στον λιτό χώρο, στάθηκε στην ψιλόλιγνη κυρία γύρω στα εξήντα με τα πρεσβυωπικά γυαλιά, που καθόταν ακριβώς απέναντί μου και κάτι σημείωνε στο τετράδιό της, καθώς περίμενε υπομονετικά να συνεχίσω. Ήταν το ενδέκατο ζευγάρι ματιών που είχε κολλήσει επάνω μου και εκτελούσε χρέη… να το πω συντονιστή για να μην πω αρχηγού. Γιατί, αρχηγός στην ομάδα δεν υπήρχε. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που καθόμασταν πάντα σε κύκλο. Ο κύκλος δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος και αυτό του δίνει άπειρη δύναμη, την οποία μόνο ένας Θεός ήξερε εκείνη τη στιγμή πόσο είχαμε ανάγκη όλοι μας. Από όποιο σημείο του και να ξεκινήσεις, πάλι στο ίδιο θα καταλήξεις ολοκληρώνοντας την πορεία σου. Είναι κατά κάποιο τρόπο ένδειξη της ολοκλήρωσης της προσωπικότητας.
Η δική μου ολοκλήρωση και η πορεία μου στον κύκλο είχε σκαλώσει αρκετές φορές. Μα το πάλευα. Κι αν φαινόταν πως κάπου κάπου παραδινόμουν στην μοίρα μου ανίκανη να την πολεμήσω, πάλι τρύπωναν σκέψεις στο μυαλό μου που με έκαναν να θέλω να σηκωθώ και να επιμένω να ΖΩ. Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί μου, καθώς ετοιμαζόμουν επιτέλους να ανοίξω το στόμα μου και να μιλήσω. Δεν ήταν εύκολο για μένα, αλλά ούτε και για εκείνους που περίμεναν τη δική τους σειρά της κάθαρσης. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Από κάπου έπρεπε να αρχίσω. Ήδη είχαν περάσει αρκετά λεπτά με εμένα να σκέπτομαι πώς θα ξεκινήσω και τα μάτια όλων να μη φεύγουν από πάνω μου σε σημείο που είχα αρχίσει να νιώθω πολύ άβολα.
Ανέσυρα το χέρι μου κάτω από τον μηρό μου και τόλμησα να αναζητήσω αυτό της Λένας που ήταν δίπλα μου.
Φοβήθηκα μην τραβηχτεί, μα δεν το έκανε. Με άφησε να το πάρω μέσα στο δικό μου. Χαϊδεύοντας το πάνω μέρος της παλάμης της με τον αντίχειρά μου βρήκα το κουράγιο να ξεκινήσω το επίπονο ταξίδι μου στο πρόσφατο παρελθόν.
«Όχι άλλα ψέματα! Γνωρίζω πολύ καλά για ποιον λόγο είμαι εδώ», είπα κοιτάζοντάς την στα μάτια.
Μόνο τα δικά της μάτια είχα ανάγκη να ρουφήξω εκείνη τη στιγμή. Ήθελα να μπει μέσα μου, να δει και να νιώσει όλα όσα ένιωθα εγώ. Να ακουμπήσει τις δικές μου πληγές, που συνέχιζαν να αιμορραγούν και ίσως να μην επουλώνονταν ποτέ. Θα έκλειναν κάποια στιγμή, το ήξερα. Μα πάντα θα υπήρχε εκεί η ουλή, να μου θυμίζει όλα όσα λαχταρούσα να ξεχάσω. Όλα όσα είδα, όλα όσα έζησα.
Η ψιλόλιγνη κυρία, η Ελένη, σήκωσε το κεφάλι από τις σημειώσεις της και πήρε τον λόγο σε μια ίσως προσπάθεια να με βοηθήσει να συνεχίσω, κατανοώντας προφανώς τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμουν. Ήμουν έτοιμη να βγάλω τα εσώψυχά μου και να τα μοιραστώ με κάποιους τελείως άγνωστους ανθρώπους. Ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλάματα.
«Ίσως να θέλεις να μας πεις το όνομά σου, κάτι για σένα. Έτσι, για να σε γνωρίσουμε όλοι».
Έγνεψα «ναι».
«Με λένε Σοφία», κατάφερα να ψελλίσω με ένα ρούφηγμα της μύτης για να συγκρατήσω την καταρροή της.
Έβαλα το χέρι στη τσέπη και ξέθαψα ένα χαρτομάντηλο. Είχα γερό απόθεμα από δαύτα τον τελευταίο καιρό. Σε κάθε ρούχο μια τσέπη είχε και ένα.
Σαν συγχρονισμένη χορωδία ακούστηκε ένα «Γεια σου, Σοφία». Αυτά που έβλεπα στις ταινίες κατά καιρούς, έπαιρναν σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια μου. Σε ποιον να το πω και να με πιστέψει πως δε συμβαίνουν αυτά μονάχα στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, μα και στην πραγματικότητα. Στην αληθινή ζωή. Έξω από το γυαλί που προστατεύει. Δεν είναι καταστάσεις που δεν μπορούν να αγγίξουν εμάς ή τους δικούς μας ανθρώπους. Είναι καταστάσεις ζωής που μπορεί να πλήξουν τον οποιονδήποτε. Ειδικότερα εκείνους που ζουν μέσα στην άγνοια και δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τα σημάδια.
Ένας τέτοιος άνθρωπος ήμουν κι εγώ. Δεν είδα τα σημάδια.
Όλοι μαζί στο γκρουπ συνέχισαν τον χορωδιακό ρυθμό τους με ένα: «Καλώς ήρθες, Σοφία», κι ενώ οι γονείς κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι με κατανόηση, εγώ χαμογέλασα αχνά και ανακάθισα στην καρέκλα μου. Τα μάτια τους μου λένε πως περιμένουν. Ανυπομονούν να ακούσουν τη δική μου ιστορία. Το δικό μου «γιατί βρίσκομαι εδώ».
Ήρθε επιτέλους η στιγμή της αλήθειας. Χωρίς τον φόβο της κρίσης, μα μόνο με το πάθος της ανάγκης για λύτρωση.
Συνεχίζεται…