Από την Ισμήνη Χαρίλα

Τον Οκτώβριο του 1929 συνέβη στο χρηματιστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής το κραχ που προκάλεσε τη Μεγάλη Ύφεση. Η οικονομία της χώρας επλήγη δραματικά και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού υπέφερε λόγω ανεπάρκειας πόρων.

Η κατάσταση λειτούργησε ως ντόμινο και σύντομα πολλές χώρες ανά τον κόσμο αντιμετώπισαν το ίδιο πρόβλημα. Η κρίση διήρκεσε περίπου δέκα χρόνια και οδήγησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τον Απρίλιο του 1939 δημοσιεύτηκαν «Τα Σταφύλια της Οργής» του Τζων Στάϊνμπεκ, ένα έργο που αποτυπώνει τη δραματική θέση των αγροτών. Καλλιεργητές, εξαρτώμενοι ιδίως από τις καιρικές μεταβολές, βρέθηκαν υπόλογοι στις Τράπεζες, εξαιτίας των χρεών τους που δημιουργήθηκαν από τη μείωση της ζήτησης των προϊόντων τους και την κακή απόδοση της γης λόγω της υπερεκμετάλλευσής της.

Με αδρές περιγραφές της αμερικανικής υπαίθρου και της αγροτικής καθημερινότητας που είχε βιώσει και ο ίδιος κατά την παιδική του ηλικία, ο συγγραφέας καταγράφει την αγωνία των οικογενειών που εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους και ακολούθησαν τον δρόμο της εσωτερικής μετανάστευσης.

Βασικοί πρωταγωνιστές της αφήγησης είναι τα μέλη της οικογένειας Τζόουτ. Όπως όλοι οι γείτονές τους πωλούν τα υπάρχοντά τους και ξεκινούν για ένα μακρύ και επώδυνο ταξίδι προς την Καλιφόρνια, όπου ζητούν εργάτες.

Η απώλεια ζυμώνεται με την ελπίδα και την προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος. Τίποτα όμως δεν είναι απλό, οι δυσκολίες είναι συχνά ανυπέρβλητες, ενώ οι κακουχίες σε συνδυασμό με την πείνα προσκαλούν ως συνοδοιπόρο τους τον θάνατο. Η αγωνία, ο φόβος, η προκατάληψη και ο διωγμός είναι ορισμένα μόνο από τα εμπόδια που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι «Όκιοι», όπως αποκαλούνται οι εσωτερικοί αυτοί μετανάστες. Κάποιες οικογένειες χωρίζουν και διαλύονται, ενώ άλλες παλεύουν να μείνουν ενωμένες με κάθε κόστος.

Το έργο, που τιμήθηκε και με το βραβείο Πούλιτζερ, θίγει βασικά σημεία της σκοτεινής αυτής ιστορικής στιγμής, ξεκινώντας από την ευθύνη του Συστήματος που αποδεικνύεται ανίκανο τόσο να προβλέψει και να αποτρέψει τη δυσπραγία, όσο και να τη διαχειριστεί.

Το Κράτος, αδύνατο να εστιάσει στην ανθρωποκεντρική του ιδιότητα, εγκαταλείπει τους πολίτες στην τύχη τους και στη θεία πρόνοια, εκθέτοντάς τους σε χίλιους δυο κινδύνους.

Παράλληλα η μάχη της επιβίωσης προτεραιοποιεί την εσωστρέφεια και το προσωπικό συμφέρον υπερτερεί της ομαδικότητας. Η αλληλοϋποστήριξη γίνεται επιτακτική και συγκρούεται με την επιφυλακτικότητα και την έλλειψη εμπιστοσύνης. Συγκλονιστική και ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η σκηνή του θηλασμού ενός ανδρός που προτίμησε να πεθάνει από την πείνα για να ζήσει το παιδί του, από μια άγνωστη λεχώνα που γέννησε ένα νεκρό έμβρυο.

Ο Νομπελίστας συγγραφέας – καταγόμενος και ο ίδιος από μια οικογένεια μεταναστών – αντιλαμβάνεται ότι όλα τα δεινά πηγάζουν από την άρνηση όλων να αναλάβουν την ευθύνη τους.

«Η Τράπεζα ή η Εταιρεία, θέλει…επιμένει…απαιτεί… Σαν να ήταν η Τράπεζα ή η Εταιρεία ένα τέρας με σκέψεις και αισθήσεις που τους εξουσίαζε. Αυτοί δεν αναλάμβαναν καμιά υποχρέωση για λογαριασμό της Τράπεζας ή της Εταιρείας γιατί ήταν μόνο άνθρωποι και σκλάβοι, ενώ οι Τράπεζες ήταν μηχανές και αφεντικά».

Όσοι εργάζονται επομένως για το Σύστημα παρουσιάζονται θύματα, ενώ στην πραγματικότητα είναι συνένοχοι των θυτών, αφού εάν οι ίδιοι αποκήρυτταν την αδικία και απαιτούσαν την εξεύρεση δίκαιων λύσεων, όλα θα ήταν διαφορετικά. Η στάση τους ομοιάζει με αυτήν των στρατιωτών που τρέχουν στο πεδίο της μάχης, δίχως να σκεφτούν πως αν αρνιόντουσαν, τότε δεν θα γινόταν ο πόλεμος.

Αυτό ακριβώς επαναφέρει στο προσκήνιο την έννοια της ομαδικότητας και της συλλογικότητας, καθώς και τη σπουδαιότητα της παιδείας που παρέχει το εφόδιο της ορθής κρίσης.

Διαχρονικό και επίκαιρο το συγκεκριμένο πόνημα επαληθεύει την επαναληπτικότητα της ιστορίας και την ανθρώπινη τάση να μην διδάσκεται από το παρελθόν. Απουσία οργάνωσης, επικράτηση των ισχυρών, σφαγιασμός της συνειδητότητας, θεοποίηση του κέρδους με οποιοδήποτε κόστος. Όλα θυσιάζονται, οι αναμνήσεις και οι ζωές ξεπουλιούνται και η πίκρα για ό,τι χάθηκε βαραίνει τις καρδιές ή όπως γράφει ο Στάϊνμπεκ «η θλίψη κοιτάζει βουβή».