Από τη Γεωργία Κακαλοπούλου 

 

Είχα έναν παππού που τον έλεγαν Θεοχάρη.

Γέννημα θρέμμα του Ολύμπου. Σηκωνόταν τα τραχιά πρωινά, τα στολισμένα πάχνη, χιόνι και κρύσταλλο για να τυλιχτεί σκληράδα και να ζέψει το μαύρο του άλογο και να σκαρφαλώσει το βουνό. Δεν τον έσκιαζαν μήτε οι μαύρες οι σκιές, μήτε οι λύκοι, μήτε το θανατερό το κρύο. Ο πατέρας του είχε γενεί φωτιά στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο, ο παππούς του είχε γενεί δράκος αντάρτης κατά των τούρκων. Οι Θεοί του Ολύμπου μύρωναν τα ξεσκισμένα τους κορμιά για ελευθερία και άναβαν καντήλι ψηλά στην κορυφή του παλατιού τους.

Σαν ο παππούς μου προχωρούσε ολάκερος στοιχειό, μοιρολογούσε τις ψυχές που έφυγαν  και ταυτόχρονα γελούσε. Η μάνα του μαύρη και φαρμακωμένη τον εσυμβούλευε συχνά:

« Να κλαις κάθε μέρα για τη δική σου την ψυχή, γιατί μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις. Κανείς άλλος δε θα νοιαστεί. Κι αν κλαις, θα σημαίνει πως συλλογίζεσαι όλα όσα πράττεις, όλα όσα είσαι, όλα όσα θα κάνεις από εδώ κι εμπρός, όλα όσα θα δεχτείς κι όλα όσα θα απαρνηθείς, για όσα θα παλέψεις. Σημαίνει πως θα γενείς καλύτερος αν δε θα είσαι, πως θα βοηθήσεις το δέντρο σου να γεμίσει ανθούς και καρπό, πως κάτω από τον φλοιό του βίου σου, θα χτίσεις… ένα όραμα που θα αληθέψει».

Κι εκείνος κράδαινε βαριά το τσεκούρι και έσκιζε το ξύλο με ορμή και περηφάνια. Και τολμούσε να ορκιστεί πως μόλις του δινόταν η ευκαιρία, είτε με το βίο, είτε με τα έργα του, θα προσέφερε σε τούτο τον τόπο και τους άξιους προγόνους του την αξία που τους αναλογούσε.

Μα να που η νύχτα τον ερωτεύθηκε και σαν τη σελήνη θέλησε να τον κρατήσει για πάντα στο πλευρό της. Το δέντρο έπεσε άγρια, το ξύλο χτύπησε τα σκληρά χώματα του δύσβατου βουνού, οι βράχοι έκρωξαν και το κλαδί θέλησε να δοκιμάσει αντρίκια, σφιχτή, μοσχομυριστή σάρκα.

«Όχι ακόμη πατέρα, όχι έτσι!» πρόλαβε εκείνος να φωνάξει βαπτισμένος αιωνιότητα από χνωτισμένο αίμα.

Κι ο πατέρας του τον χάιδεψε απαλά στο μέτωπο. Και ήρθαν κοντά του φωτισμένοι γενιές και γενιές οι προπάτορες του. Και στάθηκε μπροστά του κι εκείνος …κι ο βασιλιάς.

«Το θάρρος και η περηφάνια δεν κρύβονται και δεν διαπραγματεύονται…Ο έλληνας πρέπει να είναι σαν τούτο το βουνό, τραχύ και περήφανο μα και γεμάτο πλούτη» του είπε και τον καλοδέχτηκε στο βασίλειο του.

Πώς να του πω τώρα στις προσευχές μου πως σκέφτονται να δώσουν το όνομα του τόπου του σε ξένο αίμα;