Από τη Νίτσα Μανωλά  

-Φοβάσαι;  Με ρώτησες με την αφέλεια των δεκαέξι σου χρόνων ξαφνιάζοντας με.

-Τι να φοβηθώ; σε ρώτησα.

-Δεν ξέρω, τη ζωή, τον θάνατο, το άγνωστο… όλα!

Ήμασταν καθισμένοι σε ένα παγκάκι μπροστά στη θάλασσα, αγναντεύαμε και τρώγαμε χωνάκι παγωτό βανίλια.  Το αγαπημένο σου.

Δεν απάντησα αμέσως, δίστασα.  Την αλήθεια θα έπρεπε να σου πω.

-Μερικές φορές, όταν το σκέφτομαι πολύ… Ναι, φοβάμαι.  Όλοι πιστεύω φοβόμαστε.

Γύρισες και με κοίταξες με τα μεγάλα αθώα ακόμα παιδικά μάτια σου.

-Εγώ νόμιζα πως οι μεγάλοι δεν φοβούνται.

Γέλασα τινάζοντας πίσω το κεφάλι.

-Θα σου πω ένα μυστικό, είπα και έγειρα πιο κοντά σου.

Σύρθηκες και εσύ και ακούμπησες πάνω μου ανυπόμονος να ακούσεις.

-Εμείς οι μεγάλοι φοβόμαστε πιότερο από σας τα παιδιά, σου ψιθύρισα και αφεθήκαμε κι οι δυο μας στην απόλαυση και τη γλύκα της βραδιάς και του παγωτού μας.