Κάποιες ιστορίες δεν μοιάζουν αληθινές. Κι όμως είναι. Πιστέψτε με.

Ο Σπύρος κατέβηκε από το τρένο, φόρτωσε τον στρατιωτικό σάκο του στον ώμο και πήρε το δρόμο για το χωριό του. Μόλις είχε αρχίσει να ξημερώνει και ο ουρανός βαφόταν με τα ροδαλά χρώματα της αυγής. Το ελαφρύ δροσερό αεράκι μύριζε ξερό άχυρο και τα πουλιά τιτίβιζαν με μανία. Ρούφηξε άπληστα τους γνώριμους ήχους, τις γλυκές μυρωδιές, τις αγαπημένες εικόνες της πατρίδας που τόσο τού είχαν λείψει στην Αθήνα.

Τελευταίος μήνας στη Σχολή Ικάρων, τελευταίο καλοκαίρι ελεύθερος, τελευταία περίοδος που η οικογένειά του ζοριζόταν τόσο πολύ οικονομικά. Η Κατοχή τούς είχε διαλύσει, όσο κι αν δεν είχαν δει το πιο σκληρό της πρόσωπο στην Μεσσηνία. Είχαν περάσει δύο χρόνια από το τέλος του πολέμου κι ακόμη δεν έλεγαν να ανασάνουν. Τώρα όμως όλα θα άλλαζαν, εκείνος θα άρχιζε να πληρώνεται κανονικά και θα μπορούσε να βοηθήσει τον πατέρα και τα αδέρφια του.

Φαντάστηκε τον εαυτό του την ημέρα της ορκωμοσίας του στη Σχολή Ικάρων κι ένιωσε να τον πνίγει ένα κύμα περηφάνιας. Φαντάστηκε να στέκεται μπροστά σε όλους και να παίρνει το ξίφος του, ενώ θα άκουγε το όνομά του «Ανθυποσμηναγός Σπυρίδων Παπαδόπουλος». Εκείνος θα κρατούσε την πολεμική σημαία της Αεροπορίας στην τελετή ορκωμοσίας, εκείνος ήταν ο καλύτερος πιλότος στη σχολή.

Οι ανώτεροί του συχνά τού έδιναν συγχαρητήρια για τις πετυχημένες πτήσεις του και οι συμμαθητές του, τον σέβονταν και υπολόγιζαν τη γνώμη του. Μια φορά άκουσε τον εκπαιδευτή του να τον παρουσιάζει στον πτέραρχο και να λέει πως δεν είχε δει ξανά τέτοιον ικανό πιλότο στη Σχολή. Κοκκίνισε από ένα αίσθημα ντροπής αναμειγμένο με χαρά και κατέβασε τα μάτια. Ηταν σεμνός ο Σπύρος, δεν του άρεσε ποτέ να κομπάζει για όλα όσα είχε καταφέρει. Μόνο στον πατέρα του το είπε κι αυτό για να του δείξει πως είχε δίκιο που ήθελε τόσο πολύ να πάει στη Σχολή Ικάρων.

Η κ. Σταυρούλα Τσούτσα διδάσκει στο Λύκειο του Αγίου Δημητρίου στην Αστόρια.

Ο μπάρμπα Χαραλάμπης δεν ήθελε με τίποτα να τον αφήσει να γίνει πιλότος, φοβόταν τα ατυχήματα. Οσο κι αν τον παρακαλούσε, όσο κι αν ο μεγάλος του γιος τού έλεγε ότι έτσι θα βοηθούσε τα εφτά μικρότερα αδέρφια του να σπουδάσουν, εκείνος ήταν ανυποχώρητος. «Αστο, γιε μου», του έλεγε, «είναι επικίνδυνο πράμα το αερόπλανο, δεν βλέπεις πόσοι σκοτώνονται; Εγώ δεν σε χαρίζω του χάρου».

Στο τέλος ο Σπύρος αναγκάστηκε να τον κοροϊδέψει. Του είπε ψέματα ότι αποφάσισε να καταταγεί στη Σχολή Ευελπίδων και έβαλε την υπογραφή ο πατέρας του. Κι εκείνος μετά, έχοντας το έγγραφο με την υπογραφή, δε δίστασε ούτε λεπτό να κυνηγήσει το όνειρό του και να γραφτεί στη Σχολή Ικάρων.

Εφτασε σπίτι του μετά από τρεις ώρες περπάτημα. Είχε πια ξημερώσει για τα καλά. Η ξύλινη πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Πριν προλάβει καλά καλά να σύρει το σκουριασμένο σύρτη πίσω του ο σκύλος του, ο Μόρτης, όρμηξε απάνω του κι άρχισε να τον γλύφει, βγάζοντας ένα παράξενο γάβγισμα, κάτι σαν κλάμα που διακοπτόταν από κραυγές ενθουσιασμού. Εκείνος τον χάιδεψε, τον έσφιξε στην αγκαλιά του και του μίλησε γλυκά.

«Σου έλειψα, ‘Μόρτη’ μου, ε;» του είπε και του έτριψε το κεφάλι πίσω από τ’ αυτιά. Το μεγαλόσωμο σκυλί έβαλε το κεφάλι του πάνω στα πόδια του Σπύρου, περιμένοντας κι άλλα χάδια. Σηκώθηκε όμως τρομαγμένο, όταν άκουσε τον Δημήτρη, τον βενιαμίν της οικογένειας να φωνάζει δυνατά:

«Εεε, ήρθε ο Σπύρος μας, ήρθε σας λέω!».

Ολα τα αγόρια έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν, μαζί και η αδερφούλα του η Αννα. Δεν ήξερε ποιον να πρωτοαγκαλιάσει, όλοι του είχαν λείψει τόσο πολύ.

Στο κατώφλι της πόρτας ο πατέρας και η μάνα περίμεναν να έρθει η σειρά τους να υποδεχτούν το παλικάρι τους.

Η κυρά Σεβαστή έσφιξε το ξανθό παλικάρι στην αγκαλιά της κι είδε κι έπαθε να τον αφήσει, ενώ ο πατέρας για χαιρετισμό τού έδωσε ένα ελαφρύ χτύπημα στην πλάτη, προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνηση που του θόλωνε τα μάτια, έτσι όπως τον είχε μπροστά του σωστό άντρα, όμορφο, ψηλό, ντυμένο με τα στρατιωτικά, να χαμογελάει και να λάμπει.

Εκατσαν όλοι μαζί στο μεγάλο τραπέζι της αυλής κάτω από την κληματαριά. Η μάνα τού ετοίμασε πρωινό, φρέσκο ζυμωτό ψωμί με λίγες σταγόνες λάδι, τριμμένη ντομάτα και ρίγανη και ένα ποτήρι γάλα. Τα αδέρφια του έτρεχαν και έπαιζαν γύρω από το τραπέζι ενώ η αδερφή του έκατσε μαζί τους.

Ο Σπύρος έτρωγε με όρεξη και τους διηγούταν τα νέα από τη Σχολή του. Κάποια στιγμή σταμάτησε, κόμπιασε λίγο και είπε με φωνή που έτρεμε:

«Είναι και κάτι ακόμη που θέλω να σας πω». Δίστασε να τελειώσει τη φράση του.

«Ε πες το ντε, τι περιμένεις;» είπε ο πατέρας του ενθαρρυντικά.

Η μάνα σταμάτησε το μάζεμα των πιάτων και τον κοίταξε.

«Τα Χριστούγεννα αρραβωνιάζομαι…» άρχισε να λέει ο Σπύρος, αλλά σταμάτησε απότομα, καθώς άκουσε το θόρυβο από το πιάτο που έσπασε στο τσιμέντο. Η μάνα του από την ταραχή της δεν το μάζεψε, μόνο τον κοίταζε σαν χαμένη.

«Τι είναι αυτά που μας λες παιδάκι μου;» τον ρώτησε αγριεμένη. «Εσύ είσαι μικρός ακόμη, κοίτα να πάρεις το δίπλωμα κι άσε τις παντρειές».

«Τι μικρός είναι γυναίκα;» την έκοψε δυναμώνοντας τη φωνή του ο κυρ Χαραλάμπης.

«Κοτζάμ ανθυποσμηναγός θα γίνει σε ένα μήνα. Αντρας έγινε πια το παλικάρι μας, ό,τι θέλει θα κάμει. Λέγε, γιε μου, ποια θα πάρεις;».

«Τη λένε Ευτυχία και είναι αδερφή ενός συναδέρφου μου, πιλότου. Μίλτο Κυριαζόπουλο τον λένε», είπε ο Σπύρος αναθαρρεμένος.

«Τι;» αναφώνησε η μάνα του. «Δεν θα πάρεις κορίτσι από τον τόπο μας;».

«Γιατί γυναίκα, εσύ από τα μέρη μας ήσουνα;», την αποπήρε ο άντρας της. Εκείνη τον λοξοκοίταξε και δεν είπε τίποτα.

«Από την Αθήνα είναι η Ευτυχία, μάνα. Δεν είναι δα και τόσο μακριά».

«Και πού ξέρεις εσύ από πούθε κρατά η σκουφιά της, γιε μου» συνέχισε εκείνη απτόητη.

Ο Σπύρος την κοίταξε στα μάτια και της είπε αποφασιστικά. «Την αγαπάω, μάνα, και θα την επάρω. Είμαι σίγουρος ότι άμα την εγνωρίσεις θα μου δώσεις την ευχή σου κι ας κάνεις τη δύσκολη τώρα».

Η μάνα σώπασε και έσκυψε το κεφάλι.

«Να την επάρεις, γιε μου, άμα την αγαπάς», του είπε ο πατέρας και του έπιασε το χέρι.

«Τη γνώρισα στο χορό της Αεροπορίας τα Χριστούγεννα», συνέχισε ο Σπύρος, «κι από τότε δε μπορώ να την εβγάλω από το μυαλό μου. Εχω μιλήσει στον αδερφό της, πατέρα δεν έχει και», είπε και έκοψε την κουβέντα πηγαίνοντας να παίξει με το σκύλο του που από την ώρα που γύρισε δεν ξεκολλούσε από δίπλα του και κάθε τρεις και λίγο του τραβούσε το παντελόνι.

Από εκεί και πέρα οι μέρες στο χωριό πέρασαν ήρεμα. Ο Σπύρος χάρηκε τους δικούς του, ξεκουράστηκε, βοήθησε στα χωράφια, πήγε τα αδέρφια του για μπάνιο στην Αγία Κυριακή και πέρασε νύχτες να ονειρεύεται την Ευτυχία.

Είχαν συμφωνήσει κάθε βράδυ την ίδια περίπου ώρα να κοιτούν το φεγγάρι και να σκέφτονται ο ένας τον άλλον. Οταν έφτανε, λοιπόν, εκείνη η ώρα, ξάπλωνε στο πέτρινο πεζούλι της αυλής, κοιτούσε το κίτρινο φεγγάρι που εκείνες τις μέρες γέμιζε και έφερνε στο νου του το όμορφο πρόσωπο της κοπέλας, τα εκφραστικά πράσινα μάτια της, τα απαλά καστανά μαλλιά, το γλυκό της στόμα κι έτρεμε από έρωτα. Η καρδιά του ψιθύριζε όρκους και μηνύματα αγάπης και ήταν σίγουρος πως με κάποιον μαγικό τρόπο τα αστέρια θα της τα μετέφεραν κι εκείνη θα τα λάβαινε.

Οταν έφτασε η στιγμή να φύγει την είχε πια πεθυμήσει αφάνταστα. Κι έτσι ο αποχαιρετισμός των δικών του ήταν πιο εύκολος από ό,τι παλιότερα.

Στη Σχολή του έφτασε αργά το βράδυ στις 13 Ιουλίου. Την άλλη μέρα είχε την τελευταία του πτήση και την επομένη, στις 15, είχε κανονίσει με την Ευτυχία μέσω του αδερφού της να βρεθούν όλοι μαζί με άλλους νέους της ηλικίας τους στον Αγιο Ανδρέα να κολυμπήσουν, να φάνε και να περάσουν χαλαρά.

Το πρωί της 14ης Ιουλίου ξύπνησε με ένα παράξενο σφίξιμο στο στομάχι, χωρίς να μπορεί να καταλάβει γιατί. Ετοιμάστηκε για την πτήση του και ξεκίνησε να πάει προς το κέντρο ελέγχου, για να πάρει το σχέδιο πτήσης. Λίγο πριν φτάσει, συνάντησε τον διοικητή του.

«Σε έψαχνα Παπαδόπουλε» του είπε εκείνος μόλις τον είδε, «δεν θα πετάξεις σήμερα».

«Μα γιατί, κύριε διοικητά; Αυτή είναι η τελευταία μου πτήση», ρώτησε ο Σπύρος με απορία.

«Αναβάλλεται για αύριο, Παπαδόπουλε», του απάντησε εκείνος, «Αύριο ολοκληρώνεις τις σπουδές σου».

Ο Σπύρος ψέλλισε ένα «μάλιστα», χαιρέτησε στρατιωτικά και έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο και τη διάθεσή του χαλασμένη. Πάλι δε θα την έβλεπε, και είχε κάνει τόσα όνειρα για εκείνην την ημέρα στην παραλία. Την περίμενε πώς και πώς, δεν του ήταν καθόλου εύκολο να συναντά την Ευτυχία όποτε ήθελε, εκείνος δεν μπορούσε να βγαίνει συχνά από τη Σχολή και η μάνα της Ευτυχίας δεν της επέτρεπε συχνά εξόδους. Και τα είχαν όλα κανονίσει τόσο καλά. Τι κρίμα.

Βρήκε τον Μίλτο, τον αδερφό της έξω από τους θαλάμους. Το όμορφο, μελαχρινό παλικάρι ήταν καθισμένο σε μια ξύλινη καρέκλα και έπινε ένα ποτήρι νερό.

«Ελα, έλα να σου πω τα νέα», του είπε ο Σπύρος, στεναχωρημένος, καθώς πλησίαζε. Υστερα τού διηγήθηκε όσα του είπε ο διοικητής.

«Αμάν!» είπε ο Μίλτος, «η Ευτυχία θα στεναχωρεθεί πολύ. Εχει και ευχάριστα να σου πει. Μίλησε στη μάνα μας για εσένα και εκείνη παρόλο που ήλπιζε ότι δε θα υπάρξει κι άλλος πιλότος στην οικογένεια, δεν ήταν αρνητική. Της ζήτησε να σε φέρει στο σπίτι μας την Κυριακή, να φάμε μαζί. Στο κρατούσε για έκπληξη, η αδερφή μου, θα σου το έλεγε αύριο στον Αγιο Ανδρέα».

«Από μακριά θα τον δω τον Αγιο Ανδρέα αύριο, φιλαράκι» απάντησε ο Σπύρος. «Να της πεις ότι την Κυριακή θα έρθω να γνωρίσω τη μάνα σας και να της μιλήσω για το γάμο».

«Να ’ξερες πόσο χαίρομαι που θα πάρεις την αδερφή μου, Σπύρο», είπε ο Μίλτος και τα μάτια του έλαμψαν. «Νιώθω τόσο τυχερός! Ο καλύτερος φίλος μου θα γίνει γαμπρός μου!».

«Μη στεναχωριέσαι για αύριο», συνέχισε, «θα υπάρξουν πολλές μέρες στην παραλία από εδώ και πέρα και για τους δυο μας».

«Δίκιο έχεις, Μίλτο, δεν αξίζει τον κόπο να στεναχωριέμαι για κάτι τέτοιο», συμφώνησε ο Σπύρος.

«Ετσι είναι, εμείς οι άνθρωποι κάνουμε σχέδια, αλλά ο Θεός μάς τα αλλάζει», είπε το παλικάρι με έναν αναστεναγμό.

Ο Μίλτος τον χαιρέτησε κι έκανε να πάει προς το κεντρικό κτίριο της Σχολής. Δεν είχε προλάβει να κάνει πάνω από πέντε βήματα, όταν άκουσε τη φωνή του Σπύρου.

«Ε, Μίλτο, να της πεις να φορέσει το μεγάλο κόκκινο καπέλο να τη δω από ψηλά. Και να της πεις, όταν ακούσει αεροπλάνο από τις 12 μέχρι τη μία να κοιτάξει στον ουρανό, θα την χαιρετήσω», του είπε.

«Και πώς θα γίνει αυτό ρε Σπύρο; Εσύ θα είσαι στα ύψη», απόρησε εκείνος.

«Ολα γίνονται φίλε μου», απάντησε χαμογελώντας πονηρά ο Σπύρος και μπήκε μέσα στους θαλάμους. Κάθισε στο τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο κι άρχισε να γράφει ένα γράμμα στους γονείς του.

Την επομένη ο Σπύρος ξύπνησε από το χάραμα. Ολο το βράδυ λαγοκοιμότανε από την υπερένταση που του προκαλούσε, όχι η σημερινή του πτήση, αλλά η επικείμενη συνάντηση με τη μάνα της Ευτυχίας την Κυριακή. Πετούσε από την χαρά του. Από εδώ και πέρα θα συναντούσε την αγαπημένη του επίσημα. Τέρμα το κρυφτό, οι συνεννοήσεις, το άγχος, κι από τα Χριστούγεννα θα ήταν δικιά του, θα είχε το όνομά του.

Την ίδια μέρα στο πατρικό του, ο κυρ Χαραλάμπης είχε ξυπνήσει πρωί πρωί από τα άγρια γαβγίσματα του «Μόρτη». Κοίταξε από το παράθυρο να δει τι συμβαίνει. Το σκυλί έκανε γύρους ανήσυχο και ούρλιαζε με όλη του τη δύναμη, σαν να υπήρχε κάτι που το απειλούσε. Ο μεσόκοπος άντρας ντύθηκε βιαστικά και πήγε να δει τι συμβαίνει.

Ο «Μόρτης», μόλις τον είδε άρχισε να γαβγίζει πιο έντονα.

«Τι είναι μωρέ, τι έπαθες, εσύ;» του φώναξε ο κυρ Χαραλάμπης. Το ζώο όμως δεν ηρεμούσε με τίποτα. Γάβγιζε παράξενα, πότε σαν να απειλείται και πότε σα να κλαίει. Ο άντρας φοβήθηκε να το πλησιάσει έτσι που το έβλεπε αγριεμένο, και κάθε φορά που έκανε να το πλησιάσει το σκυλί γρύλιζε.

«Λες να το δάγκωσε αλεπού και να λύσσαξε;» σκέφτηκε ανήσυχος.

Γύρισε στο σπίτι. Το σκυλί συνέχισε να γαβγίζει χωρίς σταματημό. Ησύχασε κατά το μεσημέρι. Οταν η κυρά Σεβαστή έπαψε να το ακούει και βγήκε να δει τι έγινε, το ζώο είχε λουφάξει, είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στα πόδια και έμοιαζε να κοιμάται. Το άφησε να ηρεμήσει και συνέχισε με τις δουλειές της, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει τη συμπεριφορά του ζωντανού.

Γύρω τις δώδεκα το μεσημέρι, ο Σπύρος πήγε στο αεροπλάνο του. Εθεσε σε λειτουργία τον κινητήρα του, έβαλε μπρος τη μηχανή και έδεσε τη ζώνη ασφαλείας του. Ακούγοντας τον αγαπημένο του ήχο, να εκμηδενίζει οποιονδήποτε άλλον θόρυβο, γέμισε ενέργεια.

Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά από την ένταση της απογείωσης. Δεν έβλεπε την ώρα να σηκώσει το αεροπλάνο του ψηλά, να σκίσει τους αιθέρες, να νιώσει δυνατός σαν θεός που κανένα γήινο όριο δεν μπορεί να τον περιορίσει, να τον κρατήσει κολλημένο στο έδαφος. Για τον Σπύρο, η δύναμη της βαρύτητας δεν είχε ισχύ. Για τον Σπύρο, ο ουρανός ήταν δικός του.

Με μεγάλη μαεστρία απογείωσε το αεροπλάνο του. Το ένιωσε να κινείται σαν άγριο άλογο που αγωνίζεται να αντισταθεί στον καβαλάρη του, αλλά τελικά δαμάζεται και υποτάσσεται χωρίς όρους. Οταν έφτασε στο ύψος που έπρεπε, έστριψε το αεροπλάνο του και πήρε κατεύθυνση προς τον Αγιο Ανδρέα.

Η Ευτυχία βγήκε από τη θάλασσα. Η παραλία άρχισε να γεμίζει ασφυχτικά, όπως γινόταν κάθε μέρα, αν σκεφτεί κανείς ότι στον Αγιο Ανδρέα παραθέριζαν περίπου 800 στρατιωτικοί. Κάθισε στην πετσέτα της κοντά στην ακροθαλασσιά. Παραδίπλα ξάπλωνε η φίλη της η Ζωή, που μόλις την είδε κάθισε δίπλα της, για να μιλήσουν. Η Ευτυχία φόρεσε το μεγάλο κατακόκκινο καπέλο της κι έριξε μια ματιά στον ουρανό. Το ασυννέφιαστο γαλάζιο τη γέμισε αισιοδοξία.

«Δε βλέπεις άλλο κόκκινο καπέλο στην παραλία, έτσι δεν είναι;» είπε γελώντας στη φίλη της που γνώριζε για τον Σπύρο.

«Οχι μην ανησυχείς», της απάντησε εκείνη. «Θα σε γνωρίσει αμέσως! Είσαι σαν τη μύγα μέσα στο γάλα με αυτό το καπέλο. Τα δικά μας καπέλα είναι βαρετά ψαθάκια», απάντησε εκείνη κι έσκασε στα γέλια.

Η Ευτυχία έψαξε με το βλέμμα τον αδερφό της. Τον είδε να κάθεται μόνος του στην άκρη της ακτής στη σκιά ενός δέντρου, και να σημειώνει κάτι σε ένα τετράδιο.

«Πάλι ποιήματα γράφει», σκέφτηκε.

Πόσο πολύ τον αγαπούσε τον αδερφό της! Από τότε που είχε πεθάνει ο πατέρας τους είχαν δεθεί ακόμη περισσότερο οι δυο τους. Τον αγαπούσε και τον θαύμαζε. Ο Μίλτος ήταν εξαιρετικά ευφυής, αλλά και πολύ ευαίσθητος, καλλιτεχνικός τύπος, του άρεσε να γράφει ποιήματα και στίχους.

Ο Μίλτος ένιωθε εντελώς χαλαρός εκείνη την μέρα. Είχε αφήσει την παρέα να πίνει μπύρες και απολάμβανε την ηρεμία της θάλασσας και τη μοναξιά του. Δεν ήταν πολύ κοινωνικός τύπος και είχε συχνά ανάγκη να μένει μόνος με τον εαυτό του και να βυθίζεται στις σκέψεις του. Ισως γι’ αυτό του άρεσαν τόσο οι πτήσεις. Εκεί ψηλά στους αιθέρες, δεν τον ενοχλούσε κανείς. Σήμερα είχε έμπνευση. Από την ώρα που ήρθαν στην παραλία, δεν είχε σταματήσει να γράφει στίχους. Πού και πού κοιτούσε στον ουρανό μήπως και εντοπίσει το αεροπλάνο του κολλητού του.

Ο Σπύρος πέρασε πάνω από την παραλία του Αγίου Ανδρέα. Εκανε μια στροφή και κατέβασε το αεροπλάνο του πιο χαμηλά, τόσο χαμηλά που να μπορεί να βλέπει σαν μικρές κουκίδες τον κόσμο στην παραλία. Ομως έπρεπε να χαμηλώσει κι άλλο, δεν μπορούσε από αυτήν την απόσταση να ξεχωρίσει την Ευτυχία.

Εστριψε ξανά το αεροπλάνο του, μόλις απομακρύνθηκε κάπως, για να ξαναγυρίσει πίσω και χαμήλωσε το ύψος του πολύ. Το αεροπλάνο τραντάχτηκε από την απότομη απώλεια ύψους αλλά ο Σπύρος το επανέφερε αμέσως. Κράτησε σταθερή πορεία, καθώς περνούσε πάνω από την παραλία. Και τότε την είδε. Φορούσε το κόκκινο καπέλο της και κοίταζε ψηλά στον ουρανό.

Η Ευτυχία μόλις άκουσε το θόρυβο από τον κινητήρα του αεροπλάνου σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε ψηλά. Είδε το αεροπλάνο να απομακρύνεται και να πλησιάζει ξανά έχοντας κατέβει πιο χαμηλά.

«Ο Σπύρος» σκέφτηκε κι ένιωσε μια γλυκιά αίσθηση να της ζεσταίνει την καρδιά. «Το ‘πε και το ’κανε», της είπε η Ζωή γελώντας, «άντε καλέ, σήκωσε το χέρι σου να του κάνεις νόημα».

Η Ευτυχία κούνησε το χέρι της προς το αεροπλάνο, ελπίζοντας να δει το χαιρετισμό ο πιλότος της καρδιάς της. «Πόσο χαμηλά πετάει», σκέφτηκε και ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά της.

Ο Μίλτος παρακολουθούσε το αεροπλάνο να κάνει βουτιά και να κατεβαίνει ακόμη πιο χαμηλά. «Είναι εντελώς παλαβός» μουρμούρισε. «Τι προσπαθεί να κάνει;».

Για μια στιγμή τα μάτια του μαύρισαν. Δεν μπορούσε να δει καθαρά, ο λαμπερός ήλιος τον τύφλωνε. Ασυναίσθητα σκέπασε τα μάτια του με το χέρι.

Ο Σπύρος είδε την Ευτυχία να του κουνάει το χέρι και χαμογέλασε ευτυχισμένος.

Και τότε άκουσε το θόρυβο. Ερχόταν από τον κινητήρα του αεροπλάνου του. Προσπάθησε να καταλάβει από τι είναι, κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε καπνό. Και για ένα μικρό, ένα τόσο μικρό κλάσμα του δευτερολέπτου, εκείνος, ο καλύτερος πιλότος της Σχολής, το αστέρι της Πολεμικής Αεροπορίας, για πρώτη φορά στη ζωή του -και για τελευταία- ένιωσε φόβο.

Εκανε προσπάθεια να σταθεροποιήσει την πορεία του αλλά δεν μπόρεσε. Το φτερό του βούτηξε στο νερό και το αεροπλάνο τραντάχτηκε κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Ο Σπύρος πάλεψε να το σηκώσει ξανά. Το αεροπλάνο ανέβηκε και έκανε περιστροφές στον αέρα. Ο Σπύρος μια έβλεπε ουρανό και μια θάλασσα. Μέχρι που όλα έγιναν πράσινα. Σκούρο πράσινο και καφέ.

Η Ευτυχία έμεινε ακίνητη, ανίκανη να κάνει οτιδήποτε. Το μυαλό της σταμάτησε να σκέφτεται και τα μάτια της αρνούνταν να πιστέψουν την εικόνα που έβλεπαν.

Οταν ο Μίλτος άνοιξε ξανά τα μάτια του, είδε το αεροπλάνο να προσκρούει με ορμή στα δέντρα πάνω από το βράχο δίπλα του. Και μετά δεν είδε τίποτε άλλο. Ενιωσε ένα δυνατό πόνο στο στήθος κι όλα σκοτείνιασαν.

Στο χωριό, κάποια στιγμή, η κυρά Σεβαστή πλησίασε το σκυλί, για να το ταΐσει. Το ζώο ήταν ακίνητο. Το άγγιξε στο κεφάλι αλλά εκείνο δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Ο «Μόρτης» είχε πεθάνει.

Αργά το βράδυ, η κυρά Σεβαστή έμαθε πως είχε χάσει και το παιδί της, το ίδιο μεσημέρι της 15ης Ιουλίου. Τους έστειλαν τηλεγράφημα κι έμαθαν τι είχε συμβεί.

Το αεροπλάνο του Σπύρου μετά από το σπάσιμο του δεξιού του φτερού από την επαφή με το νερό, σηκώθηκε για λίγο, έκανε τούμπα στον αέρα και τσακίστηκε με δύναμη στα δέντρα.

Ενα κομμάτι από το δεύτερο φτερό ξεκόλλησε μετά την πρόσκρουση με το δέντρο και έπεσε με ορμή πάνω στον ίκαρο Μίλτο Κυριαζόπουλο. Ο άτυχος νέος πέθανε ακαριαία.

Κανείς από την οικογένεια του Σπύρου ποτέ δεν έμαθε τι απέγινε η Ευτυχία.

Λίγες εβδομάδες μετά το συμβάν, έφτασε το γράμμα του Σπύρου. Το βρήκε ο μεσαίος γιος της οικογένειας, ο Αντρέας, και το έκρυψε, να μην το δει ο πατέρας και η μάνα του που δεν μπορούσαν με τίποτα να διώξουν τα ίχνη του θανάτου από πάνω τους. Δεν θα άντεχαν κάτι τόσο μακάβριο. Ούτε κι εκείνος άντεχε να το διαβάσει. Το έκρυψε μέσα στα βιβλία του και το ξέχασε.

Το ξαναβρήκε τυχαία είκοσι χρόνια μετά. Εσκισε το φάκελο τρέμοντας και διάβασε:

«Σεβαστοί μου γονείς,
Σας γράφω παρόλο που μέχρι προχθές ήμασταν μαζί, γιατί έχω ευχάριστα νέα. Την Κυριακή θα ζητήσω επίσημα την Ευτυχία από τη μάνα της και το Δεκαπενταύγουστο θα σας τη φέρω στο χωριό να τη γνωρίσετε. Θα την αγαπήσετε αμέσως, είναι ήρεμη και γλυκιά. Θα έρθει μαζί μας και ο αδερφός της ο Μίλτος, ο αγαπημένος μου φίλος.
Δε θα σας γράψω πολλά, δεν έχω άλλα νέα.
Α ναι, κάτι ακόμα.
Αύριο είναι η τελευταία μου πτήση.
Με αγάπη και σεβασμό,
Ο γιος σας
Σπύρος»

Αρχισε να κλαίει με λυγμούς. Νόμιζε πως ο καιρός γιατρεύει τις πληγές της ψυχής, μα κάποιες από αυτές είναι τόσο βαθιές που δεν κλείνουν ποτέ.