από την Μάρθα Πατλάκουτζα
Ένα σμάρι από πόθους φτεροκόπησε. Τάραξε τα γαλανά νερά μιας λίμνης ειρηνικής, συμβιβασμένης. Κανείς δεν μπορούσε να της το αρνηθεί. Ήταν μια κυρά αρχόντισσα.
Καμαρωτή άπλωνε τα υγρά της πέπλα πέρα ως πέρα.
Άλλοτε γαλήνια και άλλοτε με ρυτίδες υποδεχόταν τη συντροφιά της, τα πουλιά.Από τη μια καμάρωνε τους φτερωτούς της φίλους, τους έτρεφε, τους έλουζε τρυφερά και από την άλλη τους ζήλευε.
Βλέπεις εκείνοι είχαν φτερά.
Εκείνη είχε μόνο μια τεράστια αγκαλιά.
Και πάνω που άνοιξαν τα φτερά τους άρχισαν να μαζεύονται απειλητικά τα σύννεφα με τα πρέπει. Συμμάχησαν με τις ανασφάλειες σε μια καταιγίδα τύψεων.
Οι φτερωτοί πόθοι όμως δεν μπορούσαν να ρίξουν άγκυρα. Είχαν μάθει να ζουν και να ανασαίνουν λεύτερα και ας μέσα στα πούπουλά τους έκρυβαν λαβωματιές.
Για όσο μπορούσαν, για όσο άντεχαν να πετούν θα έσμιγαν με τον ουρανό.
Κι ας άλλαζε ο καιρός, κι ας πονούσαν κάποιες παλιές πληγές.
Θέλει και η ζωή το πέταγμα της.
Θέλει και το κορμί τις λαβωματιές του.
Θέλει και η ψυχή τη λευτεριά της.
Θέλει και η καρδιά τον έρωτά της.
Υ.Γ
Τι είναι οι στιγμές μας στον χρόνο;