από την Μάρθα Πατλάκουτζα
Μία επιθυμία καλά κρυμμένη, αρκετά ντροπαλή, κομματάκι φοβισμένη για να ξεπορτίσει από τα χείλη, σεργιανά ανάμεσα στον νου και στην καρδιά. Ένας διάλογος ανάμεσα στην ψυχή και στον λογισμό αρχινά.
Κι η επιθυμία επίμονα γυρεύει τον χρόνο της, θέλει το παιχνίδι της, θέλει να βάλει η ψυχούλα της τρικλοποδιά στη λογική για να γίνει πράξη.
«Με τους δαίμονες μου ήμαστε πλέον στην ίδια πλευρά», είπε εκείνη σκεπτική. Ήταν η στιγμή της αλήθειας.
«Αν πάψεις να πολεμάς με τους δαίμονές σου και συμφιλιωθείς, τότε ίσως να μη βρεις τον αληθινό αναπαμό. Αλλά μάλλον πρέπει να τους νικήσεις» μουρμούρισε και στη δική του σκέψη ξύπνησαν αγωνίες και θέλω τωρινά, μα και περασμένα.
«Η νίκη είναι μοναχικό πράγμα» ψέλλισε εκείνη.
«Η νίκη είναι συλλογικό πράμα» επέμεινε εκείνος.
«Ο νικητής μπορεί να είναι μόνο ένας. Και αυτό ορίζει τη μοναξιά του. Γι’ αυτό προτιμώ να χάσω. Ίσως, και να είναι ο δικός μου τρόπος για να ζω …»
Η επιθυμία έκλεισε συνωμοτικά το μάτι. Θα πετύχαινε το δικό της κι ας έβαζε φυτίλια. Λάτρευε τα πυροτεχνήματα του απροσδόκητου…
«Κανείς δε θέλει να χάσει. Χάνει όποιος παραιτείται. Ζωή με συμβιβασμό και χάσιμο τι τη θες;»
«Όταν χάνεις σημαίνει πως είχε την τύχη να σε νικήσει ένας άξιος αντίπαλος. Ο εαυτός σου!»
«Το βιβλίο το γράφουμε …το ξέρεις!»
Το ήξερε, αλλά δεν το πίστεψε ούτε λεπτό. Ο χρόνος θα μιλήσει την αλήθεια του όταν οι πόθοι θα γίνουν πράξη.
Υ.Γ.
Όταν το μυαλό πλάθει ιστορίες,
η καρδιά κάμει όνειρα τρελά.