Της Δρος Αριστονίκης Θεοδοσίου-Τρυφωνίδου
Στους μύθους και τα παραμύθια οι πρωτότοκοι είναι θαρραλέοι κι αποφασιστικοί, ξέρουν να καθοδηγούν καθώς θεωρούνται ικανοί πάντα να πάρουν επάξια τη θέση των γονιών τους.
Οι μεσαίοι, όμως, παρουσιάζονται ως ήπιοι κι ευπροσάρμοστοι, έτοιμοι να ακολουθήσουν τους μεγαλύτερους ενώ οι μικροί έχουν το «κοκκαλάκι της νυχτερίδας», είναι προικισμένοι με ιδιαίτερα χαρίσματα και ιδιαίτερη τύχη.
Οι μεγάλες αδελφές είναι οι πιο υπομονετικές και συνετές και οι μικρές γλυκιές, τρυφερές και αφοσιωμένες. Από που προέρχονται αυτά τα στερεότυπα; Yπάρχει καθόλου αλήθεια σ’ όλα αυτά ή εκφράζουν μόνο υπεραπλουστευμένες γενικεύσεις ορισμένων χαρακτηριστικών που στην πραγματικότητα είναι μεμονωμένα, παροδικά και όχι ιδιαίτερης σημασίας για την προσωπική ιστορία του καθένα μας;
Την οικογένεια μας, τους γονείς μας δεν μπορούμε να τους επιλέξουμε, ούτε βέβαια και τ’ αδέρφια μας. Όταν είμαστε παιδιά έχουμε αυτή την ψευδαίσθηση: «θέλω μια αδερφή για να παίζουμε μαζί κούκλες», «θέλω αδελφό για να παλεύουμε» ή ακόμα «θέλω μια αδερφούλα ή έναν αδερφό αλλά θέλω να είμαι εγώ η μικρότερη πάντα». Τις πιο πολλές φορές διαπιστώνουμε με απογοήτευση ότι άλλο φανταστήκαμε κι άλλο ήρθε, καμιά φορά ακόμα κι αν «αποκτήσαμε» τον αδελφό ή αδελφή που επιθυμούσαμε.
Μόνο που αυτός ο αδελφός ή η αδελφή ούτε κούκλες παίζει ούτε παλεύει, είναι κλαψιάρης και βαρετός και το χειρότερο απ’ όλα, μονοπωλεί την προσοχή και ο ενδιαφέρον της μαμάς και του μπαμπά.
Κάπως έτσι είναι τα πράγματα, ειδωμένα με τη ματιά του παιδιού που υποδέχεται στον κόσμο του ένα καινούργιο αδερφάκι. Και φυσικά υπάρχει κι η ματιά του παιδιού που έρχεται στον κόσμο και βρίσκει άλλα αδέρφια, κι εκείνου που βρέθηκε «ανάμεσα» σ’ ένα προηγούμενο κι ένα επόμενο ή του τελευταίου στη σειρά που έμεινε για πάντα το «μικρό».
Οι αδερφικές σχέσεις, είτε το νιώθουμε και το θυμόμαστε έτσι, είτε μας αρέσει είτε όχι, με τον τρόπο τους μας σημαδεύουν. Μας προσφέρουν πολλά και πολλές φορές μας κάνουν να πονάμε, να θυμώνουμε, να ζηλεύουμε, να μισούμε.
Όμως αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη προσφορά των αδερφικών σχέσεων. Ίσως ποτέ άλλοτε στη ζωή μας δεν έχουμε την ευκαιρία να νιώσουμε (αν μας επιτραπεί) τόσο πολλά και αντιφατικά συναισθήματα επικεντρωμένα όλα προς ένα πρόσωπο: αγάπη και μίσος, θαυμασμό και ζήλεια, εγγύτητα και αποξένωση, αφοσίωση κι αδιαφορία, συντροφικότητα και ανταγωνισμό, αλληλεγγύη κι αδιαφορία, τρυφερότητα και αποστροφή και πολλά ακόμη.
Η ύπαρξη αυτών των συναισθημάτων απέναντι στ΄αδέρφια μας μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και μας προετοιμάζει για τις κατοπινές μας σχέσεις.
Μέσα στην οικογένεια μας και ανάμεσα στ’ αδέρφια μας έχουμε μια συγκεκριμένη θέση που την καθορίζει –μεταξύ άλλων- η ηλικία και το φύλο μας σε σχέση με την ηλικία και το φύλο των άλλων. Η θέση αυτή μπορεί να έχει ορισμένες ιδιομορφίες που να επηρεάσουν την ζωή μας ως παιδιά αλλά ενδεχομένως και ως ενήλικες.
Το πρωτότοκο παιδί
Όλα τα παιδιά έχουν μια ιδιαίτερη θέση μέσα στην οικογένεια. Το πρώτο παιδί έχει όμως μια «πιο» ιδιαίτερη. Κι αυτό γιατί είναι αυτό που μπαίνει «ανάμεσα» στον άντρα και τη γυναίκα, που κάνει το ζευγάρι οικογένεια.
Για την γυναίκα, η πρώτη γέννα, το πρώτο παιδί συμβολίζει την επιβεβαίωση της μητρότητας της.
Είναι αυτό που την κάνει μητέρα, της δίνει μια υπόσταση που κανείς και τίποτα δεν μπορεί πια ν’ αλλάξει. Για τον άντρα, συμβολίζει κυρίως την επιβεβαίωση της αγάπης της γυναίκας του.
Η γέννηση του πρώτου παιδιού επισφραγίζει το ότι η γυναίκα αυτή τον επέλεξε για να είναι ο πατέρας των παιδιών της. Ο ερχομός των επόμενων παιδιών, όσο επιθυμητά ή ποθητά κι αν είναι αυτά δεν θα έχει ποτέ την ίδια συγκινησιακή φόρτιση της πρώτης αυτής γέννας. Αυτό και μόνο μπορεί να είναι μία αιτία που κάνει πολλά πρωτότοκα να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα και ίσως λίγο πιο ευάλωτα.
Στη συνέχεια ακολουθεί ένα διάστημα, μήνες ή χρόνια, που το πρώτο παιδί έχει τους γονείς του κατ’ αποκλειστικότητα. Δεν τους μοιράζεται με κανέναν και δεν χρειάζεται ν’ ανταγωνίζεται κανένα για την αγάπη τους.
Κι αυτή ακριβώς η σιγουριά, η ασφάλεια του μικρού πυρήνα των τριών ανθρώπων, διαταράσσεται τόσο βίαια από τον ερχομό ενός νέου μέλους, ενός δεύτερου παιδιού. Είναι τότε που, λιγότερο ή περισσότερο ξαφνικά, το μικρό χαιδεμένο πρέπει να γίνει μεγάλο, λογικό, ώριμο. Αυτή η μετάβαση από τη μία κατάσταση στην άλλη είναι το κύριο χαρακτηριστικό της θέσης του πρώτου παιδιού και μπορεί να είναι (αν είναι σκληρή) μία πηγή δυσκολιών για τα πρωτότοκα παιδιά κατά την παιδική αλλά και την ενήλικη ζωή.
Απ’ τα μεγάλα αδέρφια απαιτείται, έστω κι αν αυτό δεν λέγεται ανοιχτά, να είναι το «φωτεινό παράδειγμα» για τα μικρότερα αδέρφια. Πρέπει να βρίσκουν μόνα τους το δρόμο και να υπερνικούν εμπόδια (π.χ. τις αντιρρήσεις των γονιών που φοβούνται επειδή όλα είναι καινούργια και γι’ αυτούς) και ταυτόχρονα να έχουν ευθύνη για τ’ αδέρφια τους, να είναι προστατευτικά και λογικά. Πολλές φορές ο ρόλος τους βρίσκεται ανάμεσα στον γονεικό και τον παιδικό κι έχει κάτι κι από τα δύο.
Ένα χαρακτηριστικό αυτού του ρόλου είναι ότι τα μεγάλα αδέλφια προσπαθούν συχνά – παραδόξως χωρίς να τους το ζητάει κανείς- ιδιαίτερα όταν στην οικογένεια υπάρχουν προβλήματα, να υποκαταστήσουν τους γονείς, όπου διαισθάνονται ότι αυτοί έχουν ελλείμματα και να προφυλάξουν τ’ αδέρφια τους, προσφέροντας τους αυτό που δεν μπορούν να τους προσφέρουν οι γονείς: τρυφερότητα, σιγουριά, υποστήριξη, ενθάρρυνση.
Αυτό είναι όμως ένα ακατόρθωτο εγχείρημα για ένα παιδί και συνοδεύεται από αισθήματα ανεπάρκειας και ενοχές. Πέρα από το ότι σαν ενήλικας μπορεί κανείς να συνεχίζει την ατελέσφορη αυτή προσπάθεια στις σχέσεις με τ’ αδέρφια του και όχι μόνο, έχει να παλέψει και με τα δικά του συναισθήματα που απορρέουν από το ότι δεν μπορεί να ανταπεξέλθει επαρκώς σ’ αυτό.
Ο ρόλος του μεγάλου είναι ευχή και κατάρα. Από τη μια μεριά ένα παιδί που υπήρξε το πρώτο στη σειρά έχει την ευκαιρία να γνωρίσει και ν’ αναπτύξει την γονεική, προστατευτική του πλευρά, αυτή που φέρει ευθύνη και νοιάζεται για τους άλλους. Αυτό είναι καταρχήν ένα πολύτιμο απόκτημα, πολύ σημαντικό όχι μόνο για τις αδελφικές αλλά και για όλες τις σχέσεις που θ’ ακολουθήσουν. Το να έχει κανείς μια ανεπτυγμένη μητρική ή πατρική πλευρά δίνει στους άλλους αίσθημα ασφάλειας και την βεβαιότητα ότι έχουν κάπου να βασιστούν. Η «κακή κληρονομιά» του ρόλου αυτού έγκειται στην υπερβολική ωριμότητα κι αίσθηση ευθύνης που μπορεί να στερήσει ένα παιδί κι αργότερα τον ίδιο ενήλικα από τον αυθορμητισμό, την ανεμελιά αλλά και την ικανότητα να φροντίζει –εκτός από τους άλλους- και τον εαυτό του.
Το δεύτερο παιδί της οικογένειας
Το δεύτερο παιδί συνήθως βρίσκεται μέσα σε μια πιο ήπια κατάσταση, με γονείς πιο σίγουρους στο ρόλο τους και πιο ήρεμους κι επιπλέον με τη παρουσία ενός πρώτου παιδιού που αποτελεί γι’ αυτά σημείο αναφοράς, σύμμαχο αλλά κυρίως πρότυπο και ανταγωνιστή.
Αν εκθρονιστεί από ένα ακόμη παιδί, τότε το δεύτερο μπορεί να αποκτήσει αρκετή αυτονομία, με όλα τα καλά και τα κακά που φέρνει αυτή.
Συνήθως όταν γεννιέται ένα τρίτο παιδί, τότε οι γονείς και το μεγαλύτερο παιδί μπορεί να στρέψουν την προσοχή και την αγάπη τους επάνω του κι έτσι το μεσαίο παιδί μπορεί να μείνει μετέωρο.
Το χαρακτηριστικό του δεύτερου παιδιού, τουλάχιστον όπως αναφέρει ο Άντλερ που ασχολήθηκε εκτενώς με την σειρά των παιδιών στην οικογένεια σε σχέση με την δημιουργία νευρώσεων, είναι ότι βλέπει τη ζωή σαν μια πίστα ανταγωνισμού και προσπαθεί πάντα είτε με ανοιχτή αναμέτρηση σε επίπεδο ικανοτήτων είτε (αν το πρώτο παιδί είναι πολύ «δυνατό») με πονηριά, χειριστικότητα ή συναισθηματικό εκβιασμό να υπερκεράσει όποιον αισθάνεται «ανώτερο».
Η θέση δεν είναι ρόλος
Με τον ερχομό μας στην οικογένεια μας καταλαμβάνουμε μια θέση στη σειρά των μελών. Από τη σειρά αυτή και μόνο προκύπτουν ορισμένες ιδιαιτερότητες που σίγουρα έχουν την σημασία τους για την ανάπτυξη μας. Από την άλλη μεριά η θέση στην οικογένεια δεν αποτελεί από μόνη της ένα ρόλο. Ο ρόλος δίνεται, συνήθως από τους γονείς.
Το θέμα είναι να αντιληφθούμε τον ρόλο που μας δόθηκε και να τον διαχωρίσουμε από τη θέση που έχουμε!