από την Αναστασία Δημητροπούλου.

 

Ο βραβευμένος με Πούλιτζερ, για το μυθιστόρημά του «Τα σταφύλια της οργής», Τζων Στάινμπεκ, αναρωτήθηκε κάποτε γιατί πολλές φορές η πρόοδος μοιάζει τόσο πολύ με κατακρήμνιση. Γιατί οι θάλασσες πνίγουν τα καράβια, ενώ οι ουρανοί είναι γαλήνιοι. Γιατί οι σύγχρονοι άνθρωποι καταστρέφουν πιο πολλά όταν χτίζουν, παρά όταν γκρεμίζουν, και παρομοιάζει την τύχη με γυαλί.

 

Εκεί που λάμπει, θρυμματίζεται χωρίς καμία προειδοποίηση. Την ίδια στιγμή ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ ισχυρίζεται πως είναι μικρός ο δρόμος από το «ζήτω» ως το «γιούχα», και ταυτόχρονα ξεμπροστιάζει τους θεούς που προκειμένου να διασκεδάσουν, αφήνουν τα θύματά τους να πέσουν στο έδαφος από ψηλά. Παρόλα αυτά, κάθε ήλιος δύει για να ανατείλει ξανά και οι στιβαρότεροι χαρακτήρες δημιουργούνται από την αλλαγή, ενώ οι αδύναμοι από τη στασιμότητα, και κυρίως από το γεγονός ότι δεν έχουν μάθει να ανταποκρίνονται στις κακοτοπιές, παρά μόνο να αντιδρούν. Με άλλα λόγια, γκρινιάζουν που τα τριαντάφυλλα έχουν αγκάθια χωρίς να αισθάνονται ευγνώμονες που συνεχίζουν στα αγκάθια να υπάρχουν τριαντάφυλλα.

 

Ο «Σουηδός», όπως τον αποκαλούν όσοι σαγηνεύονται από την αθλητική δεξιοτεχνία του και την ομορφιά του που θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε Σκανδιναβό, Σίμουρ Λιβόβ, όλα δείχνουν πως είναι προορισμένος από μικρός να κάνει ζωή χαρισάμενη. Στα σχολικά του χρόνια ξεχωρίζει στο μπέιζμπολ και η Αμερική παραληρεί σε κάθε νίκη και επίτευγμά του.

Τα κοριτσίστικα σαγόνια πέφτουν ως το πάτωμα σε καθένα από τα κοιτάγματά του, και τα αγόρια τον έχουν για πρότυπο. Ο «Σουηδός» δεν κομπάζει για τις επιτυχίες του, κι είναι από τους ανθρώπους που πάντα προσπαθούν να πετύχουν ακόμα πιο πολλά. Στοχεύει στο φεγγάρι και την ίδια στιγμή γεμίζει τις τσέπες του με αστέρια. Ως ενήλικος, μπαίνει φέρελπις στο μαγικό κόσμο των επιχειρήσεων και αναλαμβάνει το εργοστάσιο γαντιών του εβραίου πατέρα του. Παντρεύεται την εστεμμένη «Μις Νιού Τζέρσι», της οποίας η ομορφιά είναι εξίσου καθηλωτική και αποκτούν μία κόρη, τη Μέρι.

 

Όλα μοιάζουν βγαλμένα σαν από παραμύθι για την οικογένεια Λιβόβ, ακόμα και όταν η μικρή φανερώνει βαριάς μορφής τραύλισμα. Οι δύο γονείς, απασχολημένοι με τα συνεχή χαμόγελα που δείχνει να τούς χαρίζει η ζωή, δε δίνουν τη σημασία που πρέπει στο πρόβλημα του παιδιού, παρόλο που το μεγαλώνουν με αγάπη κι αντισυμβατικότητα. Δεν είναι διόλου υπερβολή: οι Λιβόβ ζουν το απόλυτο Αμερικανικό όνειρο. Μα ποιός είπε πως κάθε όνειρο έχει θετικές ερμηνείες και έκβαση; Ποιός ονειροκρίτης αποκλείει την ερημιά, τη διάλυση και το κακό ριζικό των ανθρώπων;

 

Εξάλλου, είναι κι αυτοί που ο Θεός τους χάρισε απλόχερα όλη την ευτυχία, κι αργότερα τούς έδρεψε από τη ρίζα. Στο εμβληματικό «Αμερικανικό Ειδύλλιο» του Φίλιπ Ροθ, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Τρισεύγενης Παπαϊωάννου και επίμετρο Σώτης Τριανταφύλλου, καλείσαι να επαναστατήσεις ή να συμβιβαστείς. Άλλες επιλογές όπως και στην πραγματική ζωή, δεν υπάρχουν. Ταυτόχρονα, αντιλαμβάνεσαι πως η Ιστορία είναι μια ομελέτα. Τα αβγά είναι ήδη σπασμένα, και η ίδια δεν επαναλαμβάνεται απλώς, κάνει όμως τρομακτικά συνεχόμενες ομοιοκαταληξίες.

 

Στην κοινωνικοπολιτικά ταραγμένη δεκαετία του ’60, η έφηβη Μέρι Λιβόβ συντάσσεται με το μέρος της Μαύρης Δύναμης και των εξεγέρσεων ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, και μετατρέπεται σ’ έναν αληθινό μπελά. Ανατινάζει το τοπικό ταχυδρομείο της περιοχής της οδηγώντας έναν άνθρωπο στο θάνατο και θα εξαφανιστεί. Ως περιθωριακή κι επικίνδυνο αναρχικό στοιχείο, διαλύει την φυσαλίδα της οικογενειακής ευτυχίας μια για πάντα κι αποδεικνύει σε γονείς κι αναγνώστες πως ό,τι υπάρχει γύρω μας είναι μικροπράγματα σχετικά με ό,τι υπάρχει και καίει μέσα μας σαν πυρκαγιά.

 

Ο Φίλιπ Ροθ στο επίσης βραβευμένο με Πούλιτζερ μυθιστόρημά του που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις 12 Μαΐου 1997, πραγματεύεται, ως αληθινός έμπορος λέξεων και νοημάτων, ζητήματα όπως η ισότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο πόλεμος και η ειρήνη, οι οικογενειακές σχέσεις που δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση ενδεικτικό στοιχείο για τον καλό ή κακό δρόμο που παίρνει ο καθένας, ενώ στρέφεται θαρρετά απέναντι στη χώρα του και τη ρωτά καταπρόσωπο αν ο Ντε Γκωλ είχε κάποτε δίκιο όταν έλεγε πως οι Αμερικανοί συνήθως κάνουν όποια ανοησία μπορείς να φανταστείς συν κανά δύο ακόμα που ούτε σού περνούν από το νου.

 

Ωστόσο, ανάμεσα στις αφηγηματικές στιγμές που παραδέχεται πως μπορεί η Αμερική να δείχνει ότι κατευθύνεται με τα χίλια στην κόλαση, ο Ροθ τής αναγνωρίζει πως βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, κι ακόμα κι αν οι ιδεολογίες τη χωρίζουν, τα κοινά όνειρα κι οι αγωνίες την ενώνουν.

 

Μέσα από τους καλοστημένους χαρακτήρες του, ξέρε πως η ευστοχότερη φιλοσοφία είναι η ειρωνεία της αλήθειας, πως οι πιο ανυπότακτοι άνθρωποι είναι αυτοί που πάντα έχουν ερωτήσεις κρεμασμένες στη γλώσσα τους, και πως η σοφία μας απονέμεται μονάχα όταν σκύβουμε, και όχι όταν πετάμε ανέμελοι στον ουρανό.

 

Ο αφηγητής του Ροθ, Νέϊθαν Ζούκερμαν, που αποτελεί και το alter ego του κι έχει εμφανιστεί επανειλημμένως σε μυθιστορήματά του, ξετυλίγει με μαεστρία του κουβάρι του δράματος για το Λιβόβ συνεπικουρώντας στην εδραίωση της πεποίθησης του Μπέλοου ότι το καλό μυθιστόρημα αξίζει παραπάνω από την σπουδαιότερη επιστημονική έρευνα, πως ο πραγματικός σκοπός του βιβλίου είναι να παγιδεύσει το νου για να σκεφτεί χωρίς δεκανίκια, και πως κάποιοι συγγραφείς γεννιούνται για να γίνουν ιππότες της σκέψης μα και αγωνιστές του πνεύματος.

 

Ο Φίλιπ Ροθ, ετών 83 σήμερα, ανήκει σε αυτού του είδους τους μυθιστοριογράφους. Σε αυτούς δηλαδή, που γράφουν παρομοιάζοντας την κριτική με την ευγενική βροχή που βοηθά στην ανάπτυξη του ανθρώπου, χωρίς να τον τσακίζει.