Από την Ισμήνη Χαρίλα

«Ήταν κάποτε ένας άντρας λοξός κι όλο λοξά πατούσε

Βρήκε μια πεντάρα λοξή σ’ ένα λοξό γιοφύρι

Πήρε γάτα λοξή να του πιάσει ένα λοξό ποντίκι

Κι όλοι τους ζήσανε μαζί μες στο λοξό το σπίτι».

Βασισμένη σε αυτόν τον γλωσσοδέτη, η Αγκάθα Κρίστι έγραψε «The Crooked House», το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1949 και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Λυχνάρι, με τίτλο «Η σοφίτα με τις αράχνες» και σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριαζή.

Στον πρόλογο του βιβλίου, η ίδια η συγγραφέας το κατατάσσει στα πλέον ευνοούμενά της και αναφέρει συγκεκριμένα ότι «το γράψιμό του ήταν σκέτη ευχαρίστηση».

Στο συγκεκριμένο έργο δεν πρωταγωνιστεί κανείς από τους διάσημους χαρακτηριστικούς ντετέκτιβ της Κρίστι, δηλαδή ο Ηρακλής Πουαρό, η μις Μαρπλ ή το ζευγάρι Τόμι και Τάπενς.

Τα γεγονότα διαδραματίζονται το 1947 σε ένα αριστοκρατικό προάστιο του Λονδίνου και στην έπαυλη της οικογένειας Λεωνίδη. Όλα ξεκινούν, όταν ο παππούς Αριστείδης – Έλληνας μετανάστης από τη Σμύρνη που έγινε πάμπλουτος χάρη στις ικανότητές του – δηλητηριάζεται και οι ενδείξεις οδηγούν στους οικείους του, που κατοικούν μαζί του.

Τη διαλεύκανση της ανθρωποκτονίας αναλαμβάνει η Σκότλαντ Γιάρντ, ενώ ο Τσάρλς Χέιγουορθ – γιος του επικεφαλή της έρευνας και ερωτευμένος με την εγγονή του θύματος – συμμετέχει στην εξιχνίαση του εγκλήματος, επειδή η αγαπημένη του αρνείται να τον παντρευτεί, εάν δεν βρεθεί ο ένοχος.

Η υπόθεση μοιάζει εύκολη και συγχρόνως δυσεπίλυτη, αφού οι πιθανοί δράστες είναι αποκλειστικά οι συγκάτοικοι του εκλιπόντος: η δεύτερη και νεότερη σύζυγός του, η Μπρέντα, οι δυο γιοι του, οι νύφες του, τα εγγόνια του, η ηλικιωμένη κουνιάδα του, το υπηρετικό προσωπικό και ο οικοδιδάσκαλος των παιδιών και φημολογούμενος εραστής της Μπρέντα, ο Λόρενς.

Οι υποψίες βαρύνουν φυσικά το παράνομο ζεύγος, παρόλο που όλοι γνωρίζουν, είτε πως είναι αθώοι, είτε πως η απόδειξη της εμπλοκής τους θα ήταν ολέθρια για τη φήμη της οικογένειάς τους.

Μια δεύτερη απόπειρα και ένας ακόμη φόνος περιπλέκουν περισσότερο την κατάσταση, αφού οι εναπομείναντες πιθανοί εγκληματίες έχουν διακριτό ισχυρό κίνητρο που όμως αυτοκαταρρίπτεται.

Όπως σε όλα τα έργα της, η δημιουργός εντείνει σταδιακά την αγωνία και το μυστήριο, αφήνοντας ανοιχτές όλες τις εκδοχές. Ως «όπλο» χρησιμοποιεί τα δηλητήρια, που παραπέμπουν από τη μια πλευρά στην προσωπική της εμπειρία κατά τη θητεία της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως βοηθός φαρμακοποιού στην Αεροπορία και από την άλλη εξυπηρετούν την τοποθέτηση όλων των προσώπων στο βάθρο του δολοφόνου, αφού είναι ευκόλως χειριζόμενα ανεξαρτήτως σωματικής διάπλασης ή ηλικίας.

Ως ντετέκτιβ και συγκρινόμενος με τους αριστοτέχνες Πουαρό και Μάρπλ, ο Τσάρλς Χέιγουορθ μοιάζει αδύναμος και ατελής. Η ανεπάρκεια αυτή όμως δικαιολογείται από την έλλειψη επαγγελματικής εμπειρίας και τονίζει τη ρεαλιστική απόδοση της ερασιτεχνικής εμπλοκής ενός ατόμου που καθοδηγείται από προσωπικά κίνητρα.

Η περιγραφή των χώρων και των ηρώων λειτουργεί ως συνήθως κινηματογραφικά με ξεκάθαρη απεικόνιση, που δεν αφήνει περιθώρια μορφικής δυσερμηνείας.

Τέλος, η λύση του αινίγματος ανατρέπει όλα τα δεδομένα, προσδίδοντας μια άλλη διάσταση στην ιστορία και υπερθεματίζοντας τόσο την επιδεξιότητα της Αγκάθα Κρίστι να πλάθει αφηγήματα μυστηρίου, όσο και τη βαθιά της γνώση για την ανθρώπινη ψυχολογία.