από την Άρια Σωκράτους.

Η σιωπή κάνει πάντα τον πιο ανυπόφορο θόρυβο. Τα βουητά και οι φωνές ποτέ δεν τον ενοχλούσαν. Είχε μάθει  να συνυπάρχει μαζί τους. Τη σιωπή όμως που φλέρταρε επικίνδυνα με τα όρια της νεκρικής σιγής, του ήταν αδύνατο να την αντέξει.

Μα πού ήταν επιτέλους; Γιατί δεν τον έπαιρνε ένα τηλέφωνο να του πει αν ήταν καλά; Άργησε πολύ να επικοινωνήσει μαζί του και άρχισαν να τον ζώνουν τα φίδια.

Το χιόνι έπεφτε μανιωδώς έξω από το παράθυρο του μικρού διαμερίσματος του στο Camden.

«Κακός οιωνός», σκέφτηκε.

Τόσα χρόνια στην Αμερική και δεν το είχε ακόμα συνηθίσει. «Παιδί του φωτός και του καλοκαιριού» τον φώναζε πάντοτε η μάνα του. Είχε γεννηθεί τα χαράματα της πιο ζεστής μέρας του Αυγούστου του 1985 μετά από ένα τρομερά δύσκολο τοκετό που παρολίγο να τη στείλει στον άλλο κόσμο.

Ο γιατρός κοίταζε απεγνωσμένος το μωσαικό στο πάτωμα του νοσοκομείου όταν τον ρώτησε ο πατέρας του αν θα τα κατάφερνε η γυναίκα του στη γέννα.

«Ελπίζουμε για το καλύτερο αλλά δυστυχώς περιμένουμε το χειρότερο. 99% πιθανότητες να πεθάνουν και οι δύο και 1% πιθανότητα να ζήσουν και οι δύο».

Εκείνη τη μέρα ο πατέρας του είχε βγει στους δρόμους απελπισμένος, χωρίς να συνειδητοποιεί που πηγαίνει και τι κάνει. Μόνο η σκέψη πως η γυναίκα του και το αγέννητο ακόμα παιδί του θα χάνονταν και οι δυο από τη ζωή τόσο άδικα, τον οδηγούσε στα άλογα μονοπάτια της τρέλας.

Τελικά τα κατάφεραν κι οι δυό. Ο Αλέξανδρος είδε το φως της ζωής μετά από δεκαοχτώ ώρες επώδυνου τοκετού.

Ένα τροφαντό και ροδαλό μωρό πέντε κιλών, η γέννηση του οποίου οδήγησε τους γονείς του από την κόλαση στον Παράδεισο.

«Αλέξη, θέλω να τον φωνάζουμε», είχε πει η μάνα του.

«Αχ μωρέ γυναίκα, εσύ και οι παραξενιές σου. Διυλίζεις τον κώνωπα και καταπίνεις την κάμηλο. Γιατί να κόψουμε το όνομα του παιδιού στη μέση; Αλέξανδρο θα τον φωνάζουμε.»

«Όχι Αλέξανδρο, Αλέξη. Κοίτα τον πως χαμογελάει όταν τον φωνάζω με αυτό το όνομα.»

«Καλά βρε γυναίκα, μωρό πράμα είναι. Μήπως και καταλαβαίνει με τι όνομα φωνάζεις;», έλεγε ο πατέρας του σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά με απόγνωση.

Άρχισε κι αυτός ν’ ανησυχεί μήπως ο δύσκολος τοκετός της είχε αφήσει κανένα κουσούρι.

Στη συνέχεια εισέβαλλε στο δωμάτιο και η γιαγιά, η μητέρα της γυναίκας του.

«Μάνα μου τον γιόκα μου τον όμορφο τζιαι τον αγγελοκάμωτο μου. Ούλλοι εννα τον ζηλέφκουν που εννα μεγαλώσει. Κόρη γιατί εν του έβαλες την αμματόπετρα που σου έδωκα; Θέλεις να μας τον μαθκιάσουν έτσι όμορφο μωρό;»

«Μάμμα μεν φωνάζεις τζιαι εννα μου τον ξυπνήσεις. Εν χρειάζεται αμματόπετρα. Φορεί τον σταυρό του.»

«Θα σταματήσετε επιτέλους να μιλάτε κυπριακά για να καταλαβαίνω κι εγώ τι λέτε; Ηρεμήστε και οι δυο σας. Θα μου ζαλίσετε το παιδί», έλεγε ο πατέρας του και τον έπαιρνε στην αγκαλιά του.

Αλμύρα, γλυκό περγαμόντο και κουλουράκια με χαρουπόμελο ήταν οι μυρωδιές που σφράγιζαν τις αναμνήσεις του.

Πάντα θεωρούσε πως η οσμή ήταν η πιο κυρίαρχη αίσθηση. Τουλάχιστον αυτό ίσχυε για τον ίδιο. Κάθε ανάμνηση του που είχε μείνει ανεξίτηλα αποτυπωμένη στη μνήμη του είχε και από μια μυρωδιά που του ήταν αδύνατο να ξεχάσει.

Θυμόταν έντονα το μικρό πέτρινο σπίτι δίπλα από τη θάλασσα στη Λεμεσό όπου έκανε τα πρώτα του βήματα. Μάλλον πρώτα έμαθε να κολυμπάει αντί να περπατάει.

Η γιαγιά του πάντα τον περίμενε στην κουζίνα με ένα πιάτο γεμάτο με λαχταριστά κουλουράκια βουτηγμένα σε χαρουπόμελο. Ήταν μυστική συνταγή από τη μητέρα της και πάντα καυχιόταν πως καμία στο χωριό της δεν έφτιαχνε νοστιμότερα κουλουράκια από εκείνη.

Η μορφή της γιαγιάς του κυριαρχούσε στη μνήμη του. Τη θεωρούσε δεύτερη μάνα του. Κι αυτή όμως τον λάτρευε όσο κανέναν άλλο στον κόσμο.

Κάθε καλοκαίρι περνούσε και τους τρεις μήνες στο μικρό πετρόχτιστο σπίτι στο χωριό. Η γιαγιά ποτέ δεν του χαλούσε κανένα χατήρι. Η κάθε επιθυμία του ήταν γι’αυτήν διαταγή προτού καν προλάβει ο Αλέξης να την εκφράσει.

Θυμόταν έντονα την τεράστια λεμονιά με τα πυκνά φύλλα που δέσποζε στη μέση της αυλής. Πόσο του άρεσε να κοιμάται στη σκιά της κάθε απομεσήμερι με το δροσερό άρωμα του φρέσκου λεμονιού να διαπερνάει κάθε πόρο του δέρματος του.

Ένα νοσταλγικό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του. Πάντοτε πίστευε πως οι αναμνήσεις είναι η πιο πολύτιμη κληρονομιά του ανθρώπου. Κάθε φορά που τις ανέσυρε από τη μνήμη του, ζούσε στιγμιαία στον ίδιο χωρόχρονο μαζί τους, ένιωθε αυτό το γλυκό τσίμπημα στην καρδιά, ένα συναίσθημα που αμφιταλαντευόταν μεταξύ της ηδονής και της οδύνης.

Μια ηδονή πόνου που εναλλασσόταν με την οδύνη. Πολλές φορές τα συναισθήματα αυτά μπερδεύονταν τόσο πολύ μεταξύ τους που ένιωθε πως είναι ένα αλληλένδετο κράμα.

Η γιαγιά του δεν ήταν η ίδια πια. Ούτε και ο ίδιος. Όλα είχαν αλλάξει. Όλες οι σταθερές που νόμιζε πως είχε στη ζωή του του είχαν γίνει μεταβλητές.

Ο χρόνος είναι ανελέητος με τη ζωή και τους ανθρώπους. Ξεσπά σαν σαρωτικό κύμα και παρασύρει τα πάντα στο διάβα του.

Η γιαγιά του είχε καταλήξει σε ισχνή σκιά του άλλοτε λαμπερού εαυτού της. Η γεροντική άνοια είχε αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της.

Η τελευταία φορά που την είχε δει ήταν το προηγούμενο καλοκαίρι που την είχε επισκεφτεί στο χωριό. Η λατρεμένη του λεμονιά αποτελούσε πλέον ένα κατάλοιπο των αγαπημένων παιδικών του χρόνων και το σπίτι έμοιαζε ακατοίκητο. Τόσο παρατημένο και εγκαταλελειμμένο έμοιαζε στην όψη.

Υπολείμματα ασβέστη κάλυπταν τις πέτρες και η ξύλινη πόρτα με δυσκολία άνοιγε πια.

Εκείνη καθόταν στην συνηθισμένη αγαπημένη της θέση δίπλα από το πέτρινο τζάκι. Το άλλοτε αετίσιο βλέμμα της έμοιαζε κενό και δεν εστίαζε πουθενά. Ούτε καν πάνω του. Για την ακρίβεια, δεν φαινόταν καν πως τον είχε προσέξει.

«Γιαγιά, εγώ είμαι. Είσαι καλά;», της είπε και την αγκάλιασε με λαχτάρα.

Εκείνη έστρεψε το κεφάλι της πάνω του και τον κοίταξε αδιάφορα.

«Κλείσε το παράθυρο. Κάνει ρεύμα. Το φαγητό θα είναι έτοιμο σε λίγο. Το παιδί κοιμάται ακόμα, γι’αυτό να κάνεις ησυχία για να μην μου το ξυπνήσεις.»

Ο Αλέξης έκανε ασυναίσθητα τρία βήματα προς τα πίσω. Δεν ήταν δυνατόν να μην τον είχε γνωρίσει και να νόμιζε πως ήταν ο παππούς του.

«Δεν μιλάς; Πάντα λιγομίλητος ήσουνα από τότε που παντρευτήκαμε. Όμως αυτό είναι πολύ εκνευριστικό ξέρεις. Είχα πάντα την αίσθηση πως μιλούσα στον τοίχο και όχι στον σύζυγό μου.»

«Γιαγιά ο Αλέξης είμαι, ο εγγονός σου. Δεν με γνώρισες;», της είπε τραντάζοντας την από τους ώμους.

«Σου είπα να μην κάνεις θόρυβο επειδή μέσα κοιμάται το παιδί. Είδα κι έπαθα μέχρι να την κοιμίσω. Α, κλείσε κι εκείνο το παράθυρο επειδή κάνει ρεύμα.»

Είχε φύγει σαστισμένος χωρίς καν να την χαιρετήσει. Δεν το άντεχε να βλέπει το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του να καταρρέει σαν χάρτινος πύργος μπροστά στα μάτια του.

Η εικόνα της ήταν μια βαθιά πληγή στην καρδιά. Το άλλοτε αγέρωχο, στητό παράστημα της έμοιαζε συρρικνωμένο και καχεκτικό και στη θέση της πλούσιας καστανής χαίτης της είχαν απομείνει μόνο μερικές αραιές, γκρίζες τούφες.

Αύτη ήταν η τελευταία φορά που είχε δει τη γιαγιά του. Η μητέρα του του είχε πει πως η κατάσταση της είχε επιδεινωθεί επικίνδυνα αφήνοντας αιχμές πως ίσως στο επόμενο ταξίδι του να μην την προλάβαινε ζωντανή.

Αναστέναξε βαθιά και πλησίασε τον υπολογιστή του. Εδώ και μια βδομάδα δεν είχε κατορθώσει να γράψει ούτε λέξη.

Το επίμονο χτύπημα του τηλεφώνου τον έβγαλε βίαια από τις μελαγχολικές του σκέψεις.

Απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο που δεν έχει ακόμα εκδοθεί.