Για τη συνείδηση, οι πολλοί λένε πως είναι κάτι περισσότερο από αγκάθι. Πως είναι σκουριασμένο λεπίδι μπηγμένο σε τρυφερή σάρκα.

 

Πως είναι μια κακιά και ανυπόφορη πεθερά, της οποίας η επίσκεψη δεν λέει να τελειώσει. Πως με τα χέρια επιτιμητικά σταυρωμένα κάτω από το στήθος, συνήθως αφήνει όλα τα ωραία στη ζωή να περάσουν λέγοντας πρώτα «είναι πολύ νωρίς» και ύστερα «είναι πολύ αργά». Για τον Σαίξπηρ πάντως, αυτή είναι που στο τέλος μάς κάνει όλους δειλούς. Όλους ανεξαιρέτως.

 

Πάρτε το παράδειγμα μιας θυελλώδους εξωσυζυγικής σχέσης που βρίσκεται στα σπάργανα. Που σαν μωρό αναδεύεται εναλλάξ στην αγκαλιά των άνομων γονιών της. Που βρίσκεται στο ξεκίνημά της, δηλαδή, και θα καταλάβετε.

 

Οι εραστές στέκουν βουβοί στη μέση των πραγμάτων, λένε και ξελένε γιατί οι περιστάσεις τούς το επιβάλλουν.

 

Ζουν το παραμύθι τους που πάντα τελειώνει άχαρα προτού φθάσει η αυγή, και ταυτόχρονα το πάθος τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια τους.

 

Στις καλύτερες μα και τις πιο επώδυνες στιγμές τους δε, στις κλεμμένες ώρες και σε ‘κείνα τα μέρη όπου ο έρωτας ξυπνάει και κοιμάται σχεδόν φιμωμένος για να μην τον πάρουν είδηση οι άλλοι, οι αποφάσεις τους μένουν προκλητικά μετέωρες.

 

Αυτοί είναι οι παράνομοι έρωτες: συμφέρουσες και μακρόσυρτες αναβολές από τη μία, και το Βόρειο Σέλας που δε συγκρίνεται με κανένα ηλιοβασίλεμα, από την άλλη.

 

Και το ερώτημα για τους παράνομους έρωτες δεν είναι ποιός θα τους επιτρέψει, αλλά ποιός και αν θα καταφέρει ποτέ να τους σταματήσει.

 

Έναν τέτοιον έρωτα πραγματεύεται το νέο βιβλίο του Στέφανου Δάνδολου, «Ιστορία χωρίς όνομα, το κρυφό πάθος της Πηνελόπης Δέλτα», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.

 

Η συγγραφέας του «Μάγκα» και του «Τρελαντώνη», έμελλε να ερωτευτεί σφόδρα. Έναν άλλον άνδρα, κι όχι τον δικό της. Όχι τον πατέρα των κοριτσιών της.

 

Έναν άνδρα που θα της μάθαινε υπομονετικά πως αν η συνείδηση είναι το βάθος μας, τότε η αγάπη είναι το πλάτος μας, χωρίς αμφιβολία.

 

Πως δεν διαλέγουμε αυτά που μας συγκινούν. Πως η αγάπη είναι συνώνυμη του ρίσκου.

 

Πως ο φόβος είναι αντίδραση και το θάρρος απόφαση και πως τα χείλη που έχουν γεύση από δάκρυα ενοχής, είναι τα καλύτερα για φίλημα. Αυτός ο άνδρας ήταν ο Ίωνας Δραγούμης.

 

Σαν άνεμος εισέβαλε στη ζωή της, ως αγριεμένο κύμα παραμέρισε τις συναισθηματικές παράγκες της ψυχής της. Της έδειξε πως οι άνθρωποι ντύνουν τα κορμιά τους και με άλλα χρώματα εκτός από το μαύρο.

 

Της ψιθύρισε τόσες και τόσες φορές στο αυτί «είμαι πάντα εδώ μαζί σου, καρδιά μου. Πάμε να φύγουμε». Την έστησε επανειλημμένως μπροστά σε έναν καθρέφτη, κι αυτή αναγνώρισε στο είδωλό της έναν άνθρωπο που σε ώρες κινδύνου σκέφτεται περισσότερο με τα πόδια.

 

Αυτός ήταν ο πολιτικός και διπλωμάτης,Ίωνας Δραγούμης, για την Πηνελόπη Δέλτα. Κάποιος, ο οποίος τη συνέπαιρνε φιλώντας την στο μέτωπο, κοιτάζοντάς την βαθιά μέσα στα μάτια, θυμίζοντάς της πως ενίοτε η ηθική μοιάζει με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, μια και απαγορεύει διά ροπάλου ό,τι είναι ωραίο.

 

Κι αυτό ήταν η Δέλτα για τον φλογερό πολέμιο της Μεγάλης Ιδέας: μια γυναίκα, της οποίας η ευτυχία ήταν ένα άπιαστο όνειρο κι η δυστυχία η ζοφερή πραγματικότητα.

 

Φοβισμένη κι αναποφάσιστη γυναίκα που νόμιζε κάθε φορά πως δραπέτευε, και έπεφτε πάλι τρέχοντας μέσα στον εαυτό της. Μια γυναίκα που επέτρεψε στον σύζυγό της να χαράξει την πορεία της, λες και ήταν πλοίο που το ρυμουλκούν στο διαλυτήριο. Ένα θηλυκό που υποχρεώθηκε πάση θυσία να βρει το καταφύγιό του στη μετριότητα, από απελπισία για το ιδανικό που ονειρεύτηκε. Ναι, αυτή ήταν η Δέλτα.

 

Για ‘κείνη έχει γράψει ο Στέφανος Δάνδολος. Για τη διάσημη συγγραφέα που γεύτηκε περισσότερο το κεντρί απ’ το μέλι του έρωτα.

 

Για την Πηνελόπη Δέλτα που χρωστούσε τη μοναξιά της στους άλλους ανθρώπους, που επέτρεψε να φυτρώσουν μέσα της σπόροι αυτοκαταστροφής, που καταπολέμησε τη φωτιά αλλά όχι και τον καπνό, και που στο τέλος θα βροντοφώναζε με την πράξη της πως στον έρωτα ισχύει ό,τι και στον πόλεμο: ουαί τοις ηττημένοις.

 

Και όλα αυτά, για έναν έρωτα που ενώ έμεινε ανολοκλήρωτος σαρκικώς, ολοκληρώθηκε με τρόπο που όλοι μας αντιλαμβανόμαστε πως η σεξουαλική πράξη μπορεί να συμβεί απλώς όταν μοιράζεσαι κοινές σκέψεις, όνειρα, ευχές και προσδοκίες με τον άνθρωπό σου.

 

Όλα αυτά για ένα παράνομο πάθος που πάντα έχει ανάγκη από συμμάχους, άτομα δηλαδή εμπιστοσύνης, εκτός των συνεργών του ερωτικού «εγκλήματος», πρόθυμα να το καλύπτουν και να το υποθάλπουν για όσο είναι ζωντανό.

 

Ο Στέφανος Δάνδολος λοιπόν, μετά το «Όταν θα δεις την θάλασσα», που επίσης κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, επιστρέφει με μια ακόμη ιστορία, από αυτές που δεν θέλεις και δεν μπορείς να παρατήσεις στη μέση και να πεις «τώρα θα κάνω κάτι άλλο». Έχω παρατηρήσει και είναι κάτι που το θαυμάζω, πως γράφει για ανθρώπους που είναι μόνοι, και εμείς πρέπει να τους λυπούμαστε, να τους αγαπάμε, να πενθούμε και να ελπίζουμε μαζί τους την ίδια στιγμή.

 

Γράφει για τις αγάπες που έρχονται στην ζωή μας, και μάς αλλάζουν μια για πάντα. Γράφει για όλες τις μεγάλες σκέψεις που γεννιούνται από την καρδιά, γι’ αυτούς που ενώ τα έχουν χάσει όλα, την ίδια στιγμή είναι ικανοί για όλα. Γράφει για τις δύο κατηγορίες έρωτα.

 

Η πρώτη είναι το «παραμύθι», κι η δεύτερη αυτό που λέμε «ακόμα ένα μάθημα», αλλά πιστεύω πως συνδυάζει ποίηση κι εικαστική τέχνη κι αυτό χωρίς υπερβολή, όταν γράφει για την αγάπη που δεν υπάρχει απλώς για να μας κάνει ευτυχισμένους, μα για να μας δείχνει κάθε φορά πόσα μπορούμε να αντέξουμε για χάρη της.

 

Βιβλία όπως αυτό, αποδεικνύουν πως η κοινή ηθική δεν είναι παρά μόνο για τους κοινούς και άχρωμους ανθρώπους, πως είναι μαρτύριο για τον άντρα να τού αντιστέκεται μια γυναίκα και ακόμα μεγαλύτερο μαρτύριο για τη γυναίκα να τού αντιστέκεται, πως το παν είναι όπου πηγαίνεις, να πηγαίνεις με όλη σου την καρδιά, και πως η διαύγεια κάθε κειμένου είναι προϊόν της ωριμότητας των ιδεών του.