από την Μάρθα Πατλάκουτζα

«Χαλώ χατίρι σε τέτοια όμορφα παιδιά;» είπε ο ασπρομάλλης ηλικιωμένος κι άνοιξε τη στενή πόρτα του Μπέη Χαμάμ.

Η βροχή γύρεψε στο χθες τον πόθο της.

Η ιστορία τους κρατούσε για χρόνους πολλούς. Κι εκείνη ήταν μια ερωμένη που επέστρεφε πάντα κοντά του. Σε κείνους τους τοίχους που πότιζαν με τη ζέστη τους ανδρικά και γυναικεία κορμιά, εκεί που είχε μάθει μυστικά, που είχε ζήσει έρωτες, πάθη και προδοσίες θέλησε να έρθει να τον απαντήσει για μια ακόμα φορά.

Κι εκείνος άκουσε το κάλεσμά της. Το δέχθηκε σιωπηλός.

Το σκοτάδι είχε απλώσει παντού κι όμως ένα φως αγγελικό φρόντισε να δείξει ένα μικρό θαύμα.

Και ήσαν οι τρούλοι που ζωντάνεψαν εμπρός στα μάτια τους, άνοιξαν την αγκαλιά τους και ρούφηξαν κάθε στάλα του φιλιού μιας βροχής ακράτητης.

   Πόση μαγεία μπορεί να κρύβει μια στιγμή στον χρόνο;

Πόσα προσπερνούμε, γιατί απλά δεν ζητούμε από μία πόρτα να ανοίξει και για εμάς;

Πώς να φυλακίσεις την ομορφιά του χρόνου;

Στο Μπέη Χαμάμ λένε σταμάτησε η φωτιά που έκαψε τη Θεσσαλονίκη έναν αιώνα πριν…

Η μνήμη είναι ένα ιδιότροπο κουβάρι. Άλλοτε φανταχτερό, και άλλοτε μουντό. Σε κείνους τους τρούλους η αραχνίτσα έπλεξε το δικό της νήμα… αόρατο, μα υπαρκτό.

Σφάλισε τα βλέφαρα και ψιθύρισε: «Εσύ ήλιος και εγώ βροχή».