Από την Ισμήνη Χαρίλα

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Χίμαιρα ήταν ένα τρίμορφο τέρας με κεφάλι και σώμα λιονταριού, δεύτερο κεφάλι κατσίκας και ουρά φιδιού. Ετυμολογικά δε, ο όρος παραπέμπει σε έναν ανέφικτο σκοπό ή επιθυμία.

Στο έργο λοιπόν του Μ. Καραγάτση «Η Μεγάλη Χίμαιρα» – που κυκλοφόρησε το 1953 από τις Εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, ως αναθεωρημένη έκδοση της «Χίμαιρας» του 1936 – η ηρωίδα, η Μαρίνα Μπαρέ και μετέπειτα Μαρίνα Ρεΐζη, μαγεύεται και παρασύρεται από το προσδόκιμο ενός άγνωστου και ονειρεμένου κόσμου.

Γεννημένη και μεγαλωμένη στη Νορμανδία, αλλά δεινή ελληνίστρια, ερωτεύεται έναν Κασιώτη πλοίαρχο, τον παντρεύεται και τον ακολουθεί στο πατρικό του σπίτι στη Σύρο. Νέοι, όμορφοι, μορφωμένοι και πλούσιοι, φαντάζουν το ιδανικό ζηλευτό ζευγάρι, ώσπου οι Μοίρες τους υποβάλλουν στη δοκιμασία τους και όλα καταρρέουν.

Όπως επισημαίνει και στο προλογικό σημείωμα η Μαίρη Μικέ, ο κύριος μοχλός της εξέλιξης της υπόθεσης είναι το ερωτικό στοιχείο. Ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει τη Μαρίνα με τη Μήδεια και την Έμμα Μποβαρύ, δυο δηλαδή γυναικείες μορφές που παραμένουν ανεξίτηλες στην ιστορία της πνευματικής δημιουργίας και αυτομάτως προκαλεί τη σύγκριση και την ερμηνεία της συμπεριφοράς της, ενώ αντικαθρεφτίζει μέσω της αναγνωστικής μνήμης και την Άννα Καρένινα.

Η Μαρίνα είναι μια γυναίκα υπερβολικά όμορφη, που κουβαλά όμως μια άσχημη παιδική ηλικία που της κληροδότησε απωθημένα που δεν κατόρθωσε ποτέ να ξεπεράσει. Η υπόνοια του πατέρα της για μοιχεία από την πλευρά της μητέρας της και ο ηθικός ξεπεσμός της τελευταίας μετά την χηρεία της, καταδιώκουν εσαεί τη Μαρίνα, που αγωνιά να μετατρέψει τη σεξουαλικότητά της σε ερωτισμό.

Εντός των ορίων του ρεαλισμού, ο Καραγάτσης προβάλλει επομένως τον πραγματικό ψυχισμό της ηρωίδας του, και αναλύει τις πράξεις της δίχως ψιμύθια, δικαιολογίες και πουριτανισμούς. Οι σκέψεις και οι κινήσεις της προοικονομούν το τέλος της ιστορίας και επικεντρώνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη στην κατανόηση της συμπεριφοράς της και στα ερωτήματα που τίθενται μέσω ετερώνυμων ζευγών.

Από τη μια πλευρά λοιπόν είναι οι νησιώτισσες που έμαθαν να περιμένουν με αγωνία την επιστροφή των ναυτικών συζύγων τους και από την άλλη η Μαρίνα που δεν μπορεί να υπερνικήσει την κατάθλιψη που της προκαλεί τόσο η αδυναμία διαχείρισης του χρόνου της όσο και η καταπιεσμένη της λίμπιντο.

Η διαφορετικότητα έγκειται και στην αντίδραση της πεθεράς της, της γριάς Ρεΐζαινας που προσπαθεί να προστατεύσει με κάθε θυσία τον αθώο γιό της και στην ίδια τη Μαρίνα που αμελεί τα μητρικά της καθήκοντα και αφήνει τη μικρή της κόρη να πεθάνει αβοήθητη.

Ταυτόχρονα, σε ολόκληρο το κείμενο παρατηρείται μια σύγκριση ανάμεσα στην αρχαιότητα και τον σύγχρονο κόσμο, την ηθική και την ανεντιμότητα, την ανάληψη και την αποποίηση της ευθύνης, την αλήθεια και το ψέμα, την θρησκευτικότητα και την αθεΐα, το φανταστικό και το πραγματικό.

Παράλληλα αναδεικνύεται ένα βασικό ερώτημα για το εάν η ηρωίδα ήταν όντως ικανή να αγαπήσει. Η ίδια ομολογεί πως «ούτε μ’ αγάπησε, ούτε τον αγάπησα. (…) Έλιωσαν από επιθυμία τα κορμιά μας, φλογίστηκαν από εγωισμό οι ψυχές μας, σπάραξαν από γλύκα οι σάρκες μας κι έσπειραν τον Χάρο παντού. (…) Άλλον άντρα από τον άντρα μου δεν αγαπώ». Δεδομένου όμως ότι οι πρότερες αντιδράσεις της δεν μαρτυρούν μια συνειδητοποιημένα ερωτευμένη γυναίκα, γεννιούνται αμφιβολίες ως προς την ορθότητα αυτής της παραδοχής της.

Το συγκεκριμένο συνεπώς αφήγημα, που εντάσσεται στην Τριλογία «Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο», μαζί με τον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» και τον «Γιούγκερμαν», δεν αποτελεί μόνο μια εξαιρετική ψυχογραφική ανάλυση, αλλά και μια κοινωνική προσέγγιση ιδιαίτερων χαρακτήρων που αποδίδεται μέσω του λυρισμού της γλώσσας, της δεινότητας του Καραγάτση να σκιαγραφεί τους ήρωές του στην αληθινή τους διάσταση και της κάθαρσης που εξαγνίζει την αμαρτία.