Της Δρος Αριστονίκης Θεοδοσίου-Τρυφωνίδου

Παιδιά που μεγαλώνουν σε ασταθείς, απορριπτικές και συναισθηματικά στερητικές οικογένειες τείνουν να αναπτύσσουν γνωστικά σχήματα εγκατάλειψης, ανασφάλειας, δυσπιστίας, μειονεξίας, κοινωνικής απομόνωσης κ.ά. Όταν οι γονείς δεν συμφωνούν μεταξύ τους για τον τρόπο που διαπαιδαγωγούν το παιδί τους ή υπάρχει στην οικογένεια ένα ψυχρό και αρνητικό ή ανταγωνιστικό κλίμα τότε το παιδί αισθάνεται πως είναι σε αντίπαλο στρατόπεδο με τους γονείς του.

Σκέφτεται δηλαδή «αυτοί και εγώ». Αυτό το γνωστικό σχήμα του δημιουργεί την αίσθηση ότι οι σχέσεις είναι ασταθείς και ότι όλοι θα βρίσκουν πάντα έναν λόγο να το απορρίπτουν.

Παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς αυτενέργεια γίνονται ευάλωτα και νιώθουν αδύναμα και ανίκανα να ανταπεξέλθουν. Αισθάνονται τον εαυτό τους ελλειμματικό. Οι γονείς που υπερπροστατεύουν τα παιδιά τους τείνουν να ασκούν υπερβολικό έλεγχο, να παρεμβαίνουν σε όλες τις δραστηριότητες των παιδιών και περιορίζουν συστηματικά την ατομικότητα του παιδιού. Ακόμη, επικρίνουν το παιδί τους με κάθε ευκαιρία εκφράζοντας του αμφιβολίες για το αν έχει την ικανότητα να ανταπεξέλθει ικανοποιητικά σε νέες συνθήκες.

Μια τρίτη κατηγορία είναι τα παιδιά που δεν έχουν όρια. Οικογένειες που είναι υπερβολικά επιτρεπτικές και αδύναμες να θέσουν όρια και κανόνες έχουν παιδιά με ανεπαρκή αυτοέλεγχο που αισθάνονται ανώτερα από άλλα παιδιά. Το παιδί παίρνει το μήνυμα πως δεν έχει σημασία τι κάνει, αφού ότι κι αν κάνει η οικογένεια του θα το ανεχθεί.

Τέλος, παιδιά που μεγαλώνουν με γονείς που απαιτούν υποταγή και προσανατολισμό του παιδιού προς αυτούς αναπτύσσουν ενοχές και μαθαίνουν ότι οι δικές τους επιθυμίες είναι λιγότερο σημαντικές από τους άλλους. Η οικογένεια που χρησιμοποιεί τέτοιου είδους πρακτικές στηρίζεται στην υπό όρους αποδοχή του παιδιού. Έτσι το παιδί, μόνο αν ικανοποιεί τα θέλω των γονιών του μπορεί να εισπράττει αγάπη.