Η 25η Μαρτίου μας βρίσκει φέτος με διαφορετικά συναισθήματα από τις άλλες χρονιές.

Η φετινή παρέλαση είναι διαφορετική

Εκεί που άλλοτε μετά την εκκλησία ξένοιαστα θα καμαρώναμε τα παιδιά μας κι ύστερα θα πίναμε καφέ στις πλατείες με φίλους και μετά όλοι μαζί με χαρά θα περιμέναμε το παραδοσιακό τραπέζι του Ευαγγελισμού, φέτος θα πάμε με ένα σφίξιμο στην καρδιά και με μεγαλύτερη λαχτάρα θα παρακολουθούμε τα μικρά μας να παρελαύνουν. Ποιο θα είναι το μέλλον τους; Κι εμείς, πόσα ακόμα να αντέξουμε; Τι άλλο πια; Η αγωνία και το άγχος, η καθημερινή αναμονή για το όλο και χειρότερο δύσκολα μαλακώνει από τις ανοιξιάτικες λιακάδες. Κανείς πια δε γλιτώνει. Αν αρχίσεις να μιλάς για ένα κακό που σου έχει συμβεί, ο συνομιλητής θα σου πει δέκα δικά του. Λίγο μιλάμε και σύντομα. Δεν αντέχουμε να ακούμε δυνατά τις σκέψεις μας. Οι άνθρωποι αρρωσταίνουν, από πρωτόγνωρες για αυτούς ψυχοσωματικές νόσους, που κόβουν την ανάσα. Αρνηση ζωής. Πόσο ακόμα έτσι και πόσα χειρότερα να περιμένουμε;

Φέτος, ποιος να σνομπάρει την παρέλαση;

Κι ούτε θα διανοηθεί κανείς φέτος να προσβάλει το θεσμό της παρέλασης, όπως έκαναν στο παρελθόν κάποιοι από τους νυν ιθύνοντες του Υπουργείου Παιδείας. Με ένταση θα χειροκροτήσουμε τους υπερασπιστές της χώρας μας. Και οι λαϊκίστικοι τόνοι θα κρατηθούν χαμηλά, μήπως κι αυτό πυροδοτήσει νέες επιθετικές αντιδράσεις από τη γείτονα.

Και καθώς θα κοιτάζουμε να ξεχωρίσουμε τα παιδιά μας ανάμεσα στους άλλους μαθητές και να τα φωτογραφίσουμε, θα πέφτει μπροστά στα μάτια μας η εικόνα των δύο αθώων νεαρών στρατιωτικών, εγκλωβισμένων μες στους μουχλιασμένους τοίχους της τούρκικης φυλακής. Τόσο άδικο. Τόσο άδικος και ο πόλεμος που γίνεται στη Μέση Ανατολή. Τόσοι αθώοι πατεράδες, μανάδες και παιδιά δε σταματούν να πληρώνουν με τις ζωές τους φιλοδοξίες, απροκάλυπτα και άδηλα συμφέροντα ηγετών που δεν έχουν κορεσμό και χόρταση. Επιτέλους σε ποιον τόπο νά ‘βρουν σωτηρία, να ζήσουν ειρηνικά; Κι ο κόσμος του πλανήτη να παρακολουθεί τις εξελίξεις, να μην αντιδρά και να κλείνει τα σύνορα.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, λιθογραφία Giovanni Boggi

Η Ελληνική Επανάσταση ήταν Ανάσταση

Η Επανάσταση του 1821 ήταν αλλιώτικη. Ήταν Ανάσταση του γένους. Η ελληνική λέξη επανάσταση έχει μέσα της την ανάσταση. Εκ νεκρών. Νεκρωμένοι ήταν οι Έλληνες, σκλάβοι, μην έχοντας κανέναν έλεγχο της ζωής τους, μην ξέροντας για ποιανού την όρεξη θα ‘πρεπε να σκύψουν το κεφάλι και να χάσουν τη ζωή τους την επόμενη μέρα. Γι’ αυτό και το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος». Γι’ αυτό και χωρίς στρατό και όπλα επαναστάτησαν. Ως πότε θα ζούσαν έτσι; Πού βρήκαν τη δύναμη; Μόνο τις ψυχές τους είχαν και την πίστη τους.

Κουραστήκαμε σε αυτή τη χώρα να ακούμε και να διαβάζουμε τις «προοδευτικές» απόψεις «ιδεολόγων», που επίμονα μας κατηχούσαν πως είχαν τότε οι Ελληνες ελευθερίες, στην παιδεία, στη θρησκευτική τους πίστη και πως κρυφό σχολειό δεν υπήρχε, αφού τα σχολεία ήταν υπαρκτά και φανερά. Αν μη τι άλλο, έλλειψη ρεαλισμού. Αλλωστε η απλή ανάγνωση των πηγών, των απομνημονευμάτων των οπλαρχηγών του αγώνα, άλλα φανερώνει: κι ας υπήρχαν κάποιες Σχολές και ας γίνονταν κάποιες λειτουργίες και ας είχαν κάποιοι προνόμια, όπως συμβαίνει σε όλα τα καθεστώτα. Ήταν καθεστώς δουλείας, δικαιώματος ζωής και θανάτου πάνω στους ραγιάδες, για όποιο λόγο.

Δυο χρόνια κράτησε ο θρίαμβος της Επανάστασης. Υστερα άρχισε ο εμφύλιος. Το 1823. Ανελέητος, αδίστακτος και αλόγιστος. Η διαχρονική μάστιγα του λαού μας. Κι εκεί ανακατεύτηκαν και οι ξένες δυνάμεις. Γλυτωμό δεν έχουμε; Αυτός ο τόπος πότε θα αναστηθεί; Μήπως φταίει και η ψυχοσύνθεσή μας;

Ποιος είναι ο «Ρωμιός»;

Ο Γεώργιος Σουρής στο ποίημά του «Ο Ρωμηός», τότε, πριν γυρίσει ο αιώνας της Ελληνικής Επανάστασης, σκιαγραφεί τον Ελληνα στο καφενείο. Αν και σήμερα πια λίγοι έχουν χρόνο για ραχάτι, ο χαρακτήρας της πολιτικής κουβέντας του καφενείου δεν έχει αλλάξει. Παραθέτω το ποίημα, διότι οι συνθήκες, η πολιτική σκηνή, η ψυχοσύνθεση και οι αντιδράσεις που περιγράφει είναι εντυπωσιακά επίκαιρες.

«Στον καφενέ απ’ έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,

Του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,

Και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,

Κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ.

Σε μία καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,

το άλλο σε μίαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί

αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο

τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.

Ψυχή μου! τι λιακάδα! τι ουρανὸς! τι φύσις !

αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,

κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,

και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.

Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και όποιους άλλους θέλω,

και στρίβω το μουστάκι μ’ αγέρωχο πολύ,

και μέσα στο θυμό μου κατά διαόλου στέλλω

τον ίδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τον νουν στον Διάκο και εις τον Καραϊσκο,

κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,

τον Ελληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,

κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.

Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,

απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ…

εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,

κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω…»