από την Μάρθα Πατλάκουτζα

«Δεν μου αρέσουν οι αιφνιδιασμοί», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της. Κοίταξε το φλιτζάνι του καφέ της. Είχε σταματήσει να της χαμογελά η τελευταία γουλιά.

Είχε συνηθίσει στο προβλέψιμο των ανθρώπων. Δεν ήταν εγωισμός. Μια απλή άμυνα και ο τρόπος της για να αποφεύγει τις άσκοπες απογοητεύσεις.

Μόνο από την ίδια τη ζωή δεχόταν να την αιφνιδιάζει, όπως τότε που ήταν Μεγάλο Σάββατο, λίγο πριν την Ανάστατη, που το παλικάρι θέλησε να πηδήξει από το παράθυρο του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ. Η δεύτερη εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς του είχε κερδίσει κάποιους μήνες ζωής, αλλά όχι την ίδια τη ζωή.

Έχεις κάνει ποτέ Ανάσταση σε νοσοκομείο; αναρωτήθηκε ξανά. Μην ξεχάσεις ποτέ εκείνα τα πρόσωπα. Μην ξεχάσεις ποτέ να ζεις για όσους υποφέρουν και δεν μπορούν. Μην ξεχάσεις να τους κοιτάξεις κατάματα.

Κάποτε ο πατέρας είπε: «Φέτος δε θα πάμε στην Ανάσταση». Έβαλε τις πιτζάμες κι έπεσε για ύπνο. Τα κορίτσια του κοιτάχτηκαν απογοητευμένα. Και τότε το τηλέφωνο χτύπησε. Ο πατέρας του πατέρα είχε πάθει εγκεφαλικό. Είχε πληρώσει τα δικά του λάθη.

Τι να κάμει στον πανικό του; Φόρτωσε τα κορίτσια στο αμάξι μέχρι να φτάσει στο χωριό του περνούσε μέσα από άλλα χωριά και έβλεπε τον κόσμο να λέει «Χριστός Ανέστη».

Έχεις κάνει Ανάσταση μέσα σε ένα αμάξι που ταξίδευε για το πουθενά; αναρωτήθηκε και κοίταξε τον συννεφιασμένο ουρανό.

Θυμάσαι και μια μέρα Λαμπρής που όλοι γελούσαν κι έψηναν. Το τηλέφωνο χτύπησε και πάλι. Ήταν μέρα που γιόρταζε η Λαμπρινή, η κόρη που είχε χάσει χρόνια πριν. Ήταν το πρώτο Πάσχα χωρίς το παλικάρι της. Το είχε χάσει μόλις 29 χρονών. Τι να κάνει Μαριώ; Έφυγε με τον δικό της τρόπο.

Γι’ αυτό σου λέω μάτια μου. Μη με αιφνιδιάζεις. Δεν το αντέχω.

Καλή Ανάσταση σε όλες τις ψυχές, ανοίξτε μια χαραμάδα στην καρδιά και το φως θα κάμει τη δουλειά του.