από την Μάρθα Πατλάκουτζα

Ο διαπεραστικός επίμονος πόνος στην ταλαιπωρημένη μέση ξύπνησε μνήμες δύσκολες, ψυχικές και σωματικές δοκιμασίες. Μαζί ξύπνησε και ο αλητήριος ο φόβος. Φρέσκος και ανανεωμένος βαρούσε τον νταϊρέ του και θέλοντας και μη άρχισα να χοροπηδώ στον γνώριμο χορό της ανασφάλειας.

Επέστρεψα στο χθες με ένα κεφάλι να στριφογυρίζει ανεξέλεγκτα. Μου φάνηκε τόσο οικείο, μα και τόσο ξένο.

Κοντοστάθηκα στη στιγμή που ο γιατρός μου είχε μιλήσει για παράλυση.

Ήταν λες και είχε περάσει μια αιωνιότητα, αλλά είχαν περάσει μόλις έντεκα χρόνια. Τότε θαρρούσα πως η ζωή μου θα σταματούσε, θα περνούσα στην ανυπαρξία. Ένα τάμα και η δύναμη της πίστης έκανε το μικρό της θαύμα.

Σε κείνο το διάστημα είχα ζήσει τόσα, όσα θα χρειαζόταν και δυο ζωές για να τα ζήσει κανείς.

Και τότε είδα να μου χαμογελά το μεγαλείο της ύπαρξης, το δώρο της ζωής.

Δεν ξέρω τι με περιμένει, τι μου ξημερώνει. Πόσο θα δοκιμαστώ… και το βασικότερο αν θα αντέξω.

Ωστόσο, με το φιλαράκι μου τον φόβο, θα κόψω τα πολλά πάρε δώσε.

Όχι, πως αυτό θα με κάνει αυτόματα γενναία. Το αντίθετο.

Το μόνο σίγουρο είναι πως εκτιμώ πιότερο τη στιγμή από χθες. Ότι ζω είναι ευλογία, κάθε στιγμή είναι μοναδική κι ανεκτίμητη.

Λυπάμαι φόβε, αλλά δεν έχεις πια θέση στη ζωή μου.