από την Αναστασία Δημητροπούλου.
Το αντίθετο του θάρρους στις ανθρώπινες σχέσεις, δεν είναι η δειλία. Το βόλεμα είναι.
Εκείνο μετατρέπει τις ωραιότερες ιστορίες αγάπης σε ετεροβαρείς καταστάσεις, τις ελπίδες στα δολώματα που καλύπτουν τα αγκίστρια, και τους δισταγμούς στις ειλημμένες αποφάσεις.
Το βόλεμα είναι.
Μόνο αυτό ευθύνεται για τα αναφιλητά που έρχονται σαν τα χιόνια, για τα τόσα «σ’ αγαπώ» που χρεοκοπούν, και την ευτυχία που μερικές φορές έγκειται στο να βρεις την σωστή ισορροπία με την δυστυχία.
Το βόλεμα κάποιων είναι ο απαραβάτος κανόνας του παιχνιδιού που αποφασίζουν να μοιραστούν μαζί σου. Προσοχή, δεν έχεις να κάνεις με τυχαίους παίκτες. Είναι βετεράνοι στο είδος τους.
Παραδίνεσαι ή συνεχίζεις όπως όπως μήπως και τους κερδίσεις;
Ιδού η απορία που αρχίζει να τριβελίζει το μυαλό του εικοσιπεντάχρονου και επίδοξου συγγραφέα, Μπράιαν Μπλουμ (Anton Yelchin), όταν κάθε απόγευμα τής δίνει το κορμί του στις πέντε, ενώ εκείνη τού δανείζει το δικό της αυστηρά ως τις επτά.
Την καρδιά του άλλωστε, τής τη χάρισε από το πρώτο κιόλας βλέμμα που αντάλλαξαν. Κλείνονται πάντα στο ίδιο ξενοδοχείο, πάντα στο ίδιο δωμάτιο και ποτέ ο χρόνος τους δεν είναι αρκετός για όνειρα από κοινού, σχέδια, συζητήσεις και όλα εκείνα που συναποτελούν μια υγιή σχέση. Η τριαντατετράχρονη Άριελ Πιερπόντ (Bérénice Marlohe), που τα βγάζει εύκολα πέρα με τις υπεκφυγές της, συνάπτει εξωσυζυγικό δεσμό με κάποιον που αρχικά δεν τού φαίνεται, όμως είναι εκείνος που θα της αποδείξει ότι εμείς οι άνθρωποι, είμαστε οι επιλογές μας, κι ότι αν επιθυμείς κάτι, πρωτίστως το οφείλεις στον εαυτό σου να βρεις τα κότσια και να διακινδυνεύσεις ό,τι έχεις και δεν έχεις, προκειμένου να το αποκτήσεις.
Ο Μπράιαν, αφελής πρωτάρης στο ρόλο του «τρίτου» προσώπου, αφήνεται στις βουλές της γυναίκας που τον συναρπάζει, με κλειστά μάτια. Ζει κοντά της μαγικές στιγμές. Όλες τους όμως είναι τρένα φευγαλέα και βιαστικά. Είναι μελαγχολικές εικόνες που παλεύει να τις κρατήσει, αλλά ξεγλιστρούν μέσα απ’ τα χέρια του σαν το νερό. Η Άριελ από την άλλη, έχει εξηγηθεί: δεν προτίθεται να χωρίσει τον άνδρα της και ας γνωρίζει ότι κι αυτός διατηρεί τη δική του εξωσυζυγική σχέση.
Ο Μπράιαν χάνεται σε μια δίνη γεγονότων που αντιμετωπίζει για παρθενική φορά στη ζωή του. Παρόλα αυτά, δεν τού αρκούν δύο ώρες μαζί της. Ίσως πάλι κι όλο το εικοσιτετράωρο για την αγάπη του να μην είναι αρκετό μα σκοπεύει να ανοίξει όλα τα χαρτιά του. Εξάλλου αυτό συμβαίνει όταν ο ένας από τους δύο ομολογεί το «σ’ αγαπώ».
Σε σενάριο και σκηνοθεσία του Victor Levin, η «Σχέση 5 -7» είναι από εκείνες τις ταινίες, όπου ο θεατής συνειδητοποιεί ότι είναι σίγουρα καλύτερο να έχεις αγαπήσει και να έχεις χάσει, από το να μην έχεις αγαπήσει καθόλου, και ότι αυτός που δε θα γελοιοποιηθεί στον έρωτα, θα μείνει για πάντα ξύλο απελέκητο σ’ αυτόν.
Άραγε, η Άριελ τι θα αποφασίσει; Υπάρχει κάτι για να σκεφτεί, κάτι για να ζυγίσει μέσα της σε μιαν ανθισμένη Νέα Υόρκη που καθόλου δε διευκολύνει την επιλογή της;
Η Άριελ ξέρει καλά όλα όσα αγνοεί ο Μπράιαν παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό του. Ξέρει πως είναι καταδικασμένη να ζει μονίμως τρεις ζωές: τη δημόσια, την ιδιωτική και τη μυστική.
Ξέρει πως στα μείζονα ζητήματα της ύπαρξης συνήθως πράττουμε τις μεγαλύτερες ανοησίες από φόβο για τις συνέπειες, και προφανώς συμφωνεί στο ότι τέτοιου είδους σχέσεις, όπως η δική της με τον Μπράιαν, είναι πολύ κακές για να είναι δημιουργήματα Θεού, και την ίδια στιγμή πολύ καλές για να είναι απλώς δημιουργήματα της τύχης. Όταν όλα θα μπουν στη θέση τους, δε θα λείψουν οι συγκινήσεις.
Όταν όλα θα μοιάζουν τακτοποιημένα, εμείς στην τελευταία σκηνή θα μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τα σοφά λόγια του L. Durrell: «Με μια γυναίκα τρία πράγματα μπορείς να κάνεις. Να την αγαπάς, να υποφέρεις γι’ αυτήν, ή να γράφεις γι’ αυτήν λογοτεχνία μέχρι να πεθάνεις.»
Όσο για εκείνη τη γυναίκα;
Η ψυχή της πάντα θα αποτελεί ένα σεντούκι γεμάτο μυστικά, η ζωή της μια μακρόχρονη κι επίμονη προετοιμασία για κάτι που δεν θα συμβεί όπως το θέλει, και δεδομένο το ότι μόνο η επιθυμία και η απραξία μάς θλίβουν πιο πολύ από όλα.
Αν λοιπόν κάποιος αμφιταλαντεύεται για το ποιό είναι το σφοδρότερο πάθος, η ταινία «Σχέση 5 – 7» (2014), είναι εκείνη που ως άλλος Προυστ θα του υπενθυμίσει ότι οι άνθρωποι μπορεί να έχουν πολλά πάθη, αλλά το αληθινό είναι μονάχα εκείνο για το οποίο μπορούν να εγκαταλείψουν τους πάντες και τα πάντα.
Ο Levin μέσα από τους στοχευμένους διαλόγους και την επιβλητική ερωτική ατμόσφαιρα, θυμίζει προοδευτικό υποβολέα συναισθήματος, μια και ξέρει πως μια ταινία δεν είναι πραγματικά καλή, παρά μόνο όταν η κάμερα είναι το μάτι στο κεφάλι ενός ποιητή, κι η ποιότητά της έγκειται μονάχα στην ποιότητα των ιδεών της.