Από την Ισμήνη Χαρίλα
Ο «Τροπικός του Καρκίνου» του Αμερικανού συγγραφέα Χένρυ Μίλλερ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1934 στη Γαλλία και βασίζεται στις βιωματικές εμπειρίες του συγγραφέα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου που ζούσε στο Παρίσι.
Στο έργο – που κυκλοφορεί στα ελληνικά και από τις Εκδόσεις «Μεταίχμιο» και σε μετάφραση του Γιώργου – Ίκαρου Μπαμπασάκη, ο Μίλλερ επιλέγει συνειδητά να εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη, «που κάνει ακόμα και έναν πλούσιο να αισθάνεται την ασημαντότητά του» και που περιγράφεται ως «κρύα, απαστράπτουσα, κακόβουλη» και να μετοικήσει στο Παρίσι, την πόλη που είναι «γεμάτη με φτωχούς, αλλά τους πιο υπερήφανους και εξαθλιωμένους φτωχούς του κόσμου».
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του επομένως στην ευρωπαϊκή μητρόπολη ο δημιουργός γεύεται έναν διαφορετικό, αντισυμβατικό και προκλητικό τρόπο ζωής. Οι αδρές περιγραφές της παρασιτικής και αντισυμβατικής καθημερινότητας περιθωριακών ανθρώπων προκαλούν τον αναγνώστη να αναρωτηθεί γιατί ο Μίλλερ αναλώθηκε τόσο πολύ σε αυτές και όχι στους πραγματικά εξαιρετικά καλογραμμένους φιλοσοφικούς σχολιασμούς που διανθίζουν το κείμενο.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς της λογοτεχνίας λοιπόν ο συγγραφέας αποτυπώνει την ιδιαιτερότητα της αντικομφορμιστικής εποχής του και γι’ αυτό ακριβώς θεωρείται ότι επηρέασε μετέπειτα τη γενιά μπητ (= Χαμένη Γενιά) και το λογοτεχνικό κίνημα των μπήτνικς που κυριάρχησε κατά τις δεκαετίες 1950 – 1960. Όπως δε αναφέρουν οι βιβλιογραφικές πηγές, ο όρος beat (= χτύπημα) εισήχθη στη λογοτεχνία από τον Αμερικανό Τζακ Κερουάκ το 1948 και ουσιαστικά αντιδρούσε στις υφιστάμενες αξίες και τον κονφορμισμό της Αμερικανικής βιομηχανικής κοινωνίας, αναζητώντας διέξοδο μέσω του ταξιδιού, του βουδισμού, αλλά και της χρήσης ουσιών.
Σε συνδυασμό επομένως με την γνώση που μας παρέχουν οι ιστορικές αναφορές, «Ο Τροπικός του Καρκίνου» δίνει την αίσθηση της νοηματικής σχέσης με τον Ιμπρεσιονισμό, καθώς και με τη χρονική ανακολουθία που συναντάται σε έργα του Ζεράρ ντε Νερβάλ, αλλά την τάση φυγής και επαναστατικότητας του Σαρλ Μπωντλέρ.
Η πληθώρα και η ιδιαιτερότητα των σεξουαλικών εικόνων που κυριαρχούν στο έργο και παραπέμπουν σε πορνογραφία, προκάλεσαν την απαγόρευση του βιβλίου επί τριάντα χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Το γεγονός αυτό – παρόλο που ερμηνεύθηκε από πολλούς ως πουριτανισμός – προκαλεί γενικότερους συλλογισμούς έναντι των νοητών ορίων ανάμεσα στο κοινό και το καλλιτεχνικό δημιούργημα. Γεννάται επομένως το ερώτημα ποια πρέπει να είναι η αντιμετώπιση έναντι της τέχνης που εξ’ ορισμού έχει ως αποστολή την υπέρβαση, αλλά και ποια είναι τελικά η ορθή αντιμετώπιση από την πλευρά του δημιουργού στις περιπτώσεις που το έργο του προκαλεί την ηθική της εποχής του. Θα πρέπει να συμβιβάζεται με τα κοινωνικά δεδομένα ή να εκφράζεται ελεύθερα δίχως περιορισμούς;