από την Κέλλυ Βουράνη

Τελευταίες ημέρες του  Μαΐου, τα σχολεία έχουν σταματήσει το κανονικό τους πρόγραμμα  για να ανοίξουν και πάλι με το πρόγραμμα των ενδοσχολικών και πανελληνίων εξετάσεων. Άγχος μεγάλο για τα παιδιά της Γˊ λυκείου, αφού η τάξη αυτή είναι κομβική για τη μετέπειτα πορεία τους.

Εκείνο όμως που με προβληματίζει περισσότερο είναι τα παιδιά των μικρότερων τάξεων. Είναι αυτά που καλούνται να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των σχολικών μαθημάτων, ανάλογα με τις τροποποιήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος από την πολιτεία. Οι απαιτήσεις έχουν ένα μαξιλαράκι, το 9,5  ως βάση προαγωγής στην επομένη τάξη. Έτσι διαβάζουν τόσο – όσο στην Αˊ λυκείου. Η ήσσονα προσπάθεια στο μεγαλείο της, μέχρι που συνεχίζουν στη Βˊ λυκείου και εκεί τα πράγματα σκουραίνουν.

Περισσότερο διάβασμα για να καλυφθούν κενά. Ο χρόνος, η μεθοδικότητα, η αφαιρετικότητα, η συγκέντρωση στο στόχο είναι παράγοντες που επισημαίνονται στους μαθητές προκειμένου να φτάσουν έτοιμοι στις εξετάσεις. Από την άλλη πλευρά παρατηρείς ως δάσκαλος, το αίσθημα της πίεσης, «το θέλω να εξαφανιστώ τώρα από την τάξη», το αγνό, πέρα δηλαδή από τη συνειδητή αγένεια,  ηχητικό εφέ του χασμουρητού την ώρα του μαθήματος ή το κάθομαι στην καρέκλα, η οποία μάλλον έχει μεταμορφωθεί σε καναπέ και τόσα άλλα… Ως εκπαιδευτικός τα ενσυναισθάνομαι όλα αυτά. Ξέρω ότι αυτές οι εκδηλώσεις των παιδιών προκύπτουν από την έλλειψη κατάλληλης αγωγής ή και από την επίδραση της περιρρέουσας αποχαλινωμένης ατμόσφαιρας, που αποπνέει η κοινωνία μας.

Αγωγή..Χιλιοειπωμένη λέξη..Παράγωγο του αρχαιοελληνικού ρήματος άγω, που σημαίνει οδηγώ κάποιον, τον βοηθώ να ακολουθήσει ένα δρόμο. Εδώ τίθεται το ερώτημα, ποιό δρόμο θέλουμε να ακολουθήσουν τα ελληνόπουλα. Εκείνον της ήσσονος προσπάθειας; Εκείνον που δωρίζει υψηλούς βαθμούς, χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς έρευνα, χωρίς δημιουργικότητα; Ή εκείνον που φωτίζεται από υψηλές ανθρωπιστικές αρχές, επιμονή και αποφασιστικότητα; Το σίγουρο είναι πως επιλέγουμε σίγουρα το τελευταίο. Πώς γίνεται λοιπόν τα παιδιά μας να πράττουν ακριβώς το αντίθετο, με αποκορύφωμα τη γνωστή σε όλους τους, ενήλικες πλέον, Έλληνες, «ο Έλληνας δεν αλλάζει»;

Πρόσφατα σε μία από τις καθιερωμένες ουρές της ελληνικής καθημερινότητας  με το ελικοειδές σχήμα, όπου φοβάσαι μη χάσεις τη σειρά σου από κάποιον,  βρέθηκα να συνομιλώ με έναν ηλικιωμένο κύριο. Ακούγοντας τη φράση «ο Έλληνας δεν αλλάζει» είπε: «Όλα ξεκινούν από το σχολείο. Εγώ είμαι από την Κων/πολη. Πάντα μας έβαζαν στη σειρά και με τάξη μπαίναμε στις αίθουσες.» Τότε θυμήθηκα ότι και στο δικό μου σχολείο έτσι μας μάθαιναν. Τι συνέβη μετά; Γιατί ενώ όλοι ξέρουμε τι φταίει,  εξακολουθούμε να βαδίζουμε το ίδιο μονοπάτι; Γιατί, θα πει κάποιος, η σειρά που μπαίνουμε στην τάξη μετράει; Όχι βέβαια. Αλλά και αυτή μεταξύ άλλων.

Ίσως τελικά να είμαστε πιο εύκολοι στα λόγια ή στην μεμψιμοιρία, από το να πιστεύουμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας και να βοηθούμε τα παιδιά μας να κάνουν το ίδιο. Μπορούμε άραγε να αμφισβητήσουμε τις έρευνες της Νευρολογίας στις οποίες περίτρανα διαπιστώνεται η δύναμη του ανθρώπου να διαμορφώνει τον τρόπο σκέψης και κατˊ  επέκταση την πραγματικότητα, που εκείνος επιθυμεί;

Για αυτό το λόγο δε φτάνει, να συμμετέχουν μόνο ορισμένα σχολεία σε καινοτόμα προγράμματα, όπου χορηγοί ψηφιακής τεχνολογίας στηρίζουν τη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης των μαθητών. Πρέπει να αποτελεί μια δεδομένη εικόνα των σχολείων, αν θέλουμε μια κοινωνία γεμάτη ανθρωπιά και ευτυχία. Απόφαση χρειάζεται και πράξη.

Τότε θα αντικρίσουμε τον ψεύτικο και εσωστρεφή εαυτό μας και θα καταλάβουμε ότι τελικά ο Έλληνας μπορεί να αλλάξει…