Σε τραπέζι φιλικό κι ως τότε αγαπημένο, ακούγεται μια φράση από τη νεαρή γυναίκα: «Παντρευόμαστε!»

Χαρά, σαματάς και ερωτήσεις, και φανεροκρυφές ματιές στον αριστερό παράμεσο. Άλλες με ζήλια τύπου «αχ κι εγώ θέλω!» κι άλλες με φθόνο, τύπου «ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΗ ΚΙ ΟΧΙ ΕΓΩ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΧΩ 40 ΧΡΟΝΙΑ ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ ΜΟΝΟ 2 ΚΑΙ ΚΑΤΙ»

Αλλά δεν θα μιλήσουμε για τον φθόνο σήμερα…

Σήμερα θα μιλήσουμε για την ευγνωμοσύνη και την αγάπη.

Ναι. Υπάρχουν κι αυτά στις ανθρώπινες σχέσεις.

Υπάρχει η ανοχή και η αντοχή.

Θα σας μιλήσω ανοιχτά. Δεν πίστευα οτι έχω το «γονίδιο του γάμου» ρε παιδιά, πως να το κάνουμε. Κι ίσως επειδή πίστευα ακριβώς αυτό, έκανα σχέσεις αδιέξοδες κι αδύναμες.

Έτσι με είχα στο κεφάλι μου.

Ένας άνθρωπος όμως, πέρα απο τη μάνα-κουκουβάγια που έχω, βρέθηκε να μου πεί πως αξίζω την αγάπη και τη συντροφικότητα, γιατί έχω να τα δώσω, και συνεπώς, αξίζω και να τα λάβω.

Αυτό το άτομο, λέγεται Νίκη.

Κουβέντες νύχτα κι αξημέρωτα στο messenger για τα υπαρξιακά μου, κι ακόμη δεν την είχα γνωρίσει απο κοντά, κι ας ήμασταν γειτόνισσες.

Μετά κουβέντες κι από κοντά.

Μια γυναίκα που έχει πολλά στο κεφάλι της, αποφάσισε να ασχοληθεί μαζί μου. Μια γυναίκα φτασμένη και καταξιωμένη επαγγελματικά, με πληθώρα ενδιαφερόντων, με αγαπητούς φίλους, με άντρα εξίσου άξιο, και παιδί στα πρώτα του επαγγελματικά και κοινωνικά βήματα, έχει την έννοια μου.

Αυτά από μόνα τους, με έκαναν να τρώγομαι με τον τότε κακό εαυτό μου που με έκλεινε στο καβούκι μου.

ΑΥΤΗ η γυναίκα, ανέλαβε να με παντρέψει, σχεδόν από τότε που γνώρισα τον σύντροφό μου.

Το αποφάσισε ρε παιδί μου, όταν εκείνος, δεν το είχε καν σαν σκέψη.

Καλά, για μένα ούτε λόγος οτι εγώ κάποτε θα ντυθώ νυφούλα που λένε.

Κι έρχεται η ώρα που της δείχνω το δαχτυλίδι του αρραβώνα.

Κι από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η κωλοπιλάλα της.

Μέχρι το ξημέρωμα της επομένης, έψαχνε κι έστελνε.

Νυφικά, φωτογράφους, λουλούδια, παπούτσια, τούρτες.

ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ λέμε.

Τα είχε ξετινάξει όλα.

Εδώ να σας θυμίσω πως αφού μου έλειπε το bride gene, δεν είχα κοιτάξει τίποτε από αυτά, ούτε για πλάκα.

Όπως καταλαβαίνετε, άρχισε το σύστημά μου να κλατάρει. Too much info, error error 404 και τέτοια αναβοσβήναν στον εγκέφαλό μου.

Και εκεί φάνηκε η μαγκιά της.

Να με καθησυχάσει. Να με χαλαρώσει. Να μου πει πως όλα θα γίνουν όπως μου ταιριάζει και όπως μου κάθεται το κάθε τι. Χωρίς πρέπει και «έτσι γίνεται»

Το πρώτο σοκ της ήρθε όταν αποφάσισα οτι θέλω μπλε παπούτσια.

«μπλε η πριγκιπέσσα μου; Μπλέ θα σου βρω»

ΑΝΤΙ ΝΑ ΜΟΥ ΡΙΞΕΙ ΔΥΟ ΜΑΠΕΣ ΝΑ ΣΥΝΕΛΘΩ.

Μη σας τα πολυλέω, άσπρες πήρα στην αρχή. Και μετά κόκκινες. Και μετά μπλε. ΔΕ ΞΕΡΩ ΠΟΙΕΣ ΘΑ ΒΑΛΩ, ΤΙ ΘΕΤΕ ΤΩΡΑ ΜΩΡΕ;

«θέλω να πάω με άμαξα»

«Άμαξα το κορίτσι μου; Άμαξα θα του βρω.»

ΑΝΤΙ ΝΑ ΜΕ ΚΑΝΕΙ ΑΛΟΓΟΤΡΟΦΗ για ιππόδρομο.

Μεταξύ μας, και με ελέφαντα να ζητούσα να πάω, θα καθόταν να το συζητήσουμε ρε παιδία, νύφη θα γίνω, μη με αποπάρει.

«Νικη, να μη χαλάσεις πολλά χρήματα, βρήκα αυτό από εκεί που κάνει τόσο»

Και ήρθε το πρώτο μπινελίκι. Κι όχι για τα λεφτά ρε παιδία. Αλλά για την αξία. Όχι τη δικιά μου, αλλά της κάθε κοπέλας που παντρεύεται.

Έκανε τα καλύτερα. Διάλεξε τα καλύτερα. Δεν υπολόγισε χρόνο, κόστος. ΤΙΠΟΤΑ.

Μόνο εγώ είχα σημασία. Έγω κι ο αντρας μου.

Ένιωσα και νιώθω η βασίλισσα του κόσμου όταν μιλάμε για τέτοια.

Μέχρι και τιάρα μου πήρε, να μην κλαίω.

Όλα να έχουν το γούστο μας, την υπογραφή μας.

Φρόντισε να είμαστε εμείς οι πρωταγωνιστές της αρχής της ζωής μας.

Και φροντίζει. Και θα φροντίζει.

Παράδειγμα: κρίση πανικού στο inbox της ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΡΕΜΑΣΕΙ ΤΟΥΣ ΠΙΝΑΚΕΣ στο σπιτι και με κοιτάνε και τους κοιτάω στις κούτες.

Μή σας τα πολυλέω, επιστράτευσε τον άντρα της μετά τη δουλειά του, με τρυπάνια, ούπα, μπαλαντέζες, και καρφιά, να έρθουν να μας βάλουν τους πίνακες ρε φίλε.

Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να το κάνει για κανέναν αυτό παιδιά.

Αλλά όταν ζητάτε από κάποιον κάτι, κι αυτός το κάνει, και αυτομάτως σας βγάζει ένα βοτσαλάκι από τους βράχους που κουβαλάει ένα καινούριο σπιτικό, τότε αυτός, λέγεται φίλος, και είστε ευλογημένοι αν τον έχετε κουμπάρο.

Να αγγίξει τα «μέταλλά» σας και να μουρμουράει ευχές μαζί με τον παπά, να σας εύχεται πίνοντας λιμοντσέλο κι ας έχει έλκος, για να μη σας τη χαλάσει την πρόποση, να σας λέει οτι ολα θα πάνε καλά, κι επειδή το πιστεύει πιο πολύ από σενα, ΝΑ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΚΑΛΑ ρε φίλε.

Να σου πασπαλίζει τη ζωή με χρυσόσκονη, χωρίς να σου κρύβει τις αλήθειες, αλλά να σε βοηθάει να γεμίζεις κι εσύ με χαρά κι αγάπη τη ζωή των άλλων.

Η κουμπάρα μας, είναι μια μπαταρία επαναφορτιζόμενη από τον εαυτό της. Η νεραϊδονονά μου, που επέμενε να με αγαπήσω για να αγαπηθώ.

Νίκη, τιμάς την επιλογή μας να μας στεφανώσεις, κάθε μέρα από τότε, και κάθε στιγμή.