Γράφει ο Ερμής:

Σύμφωνα με τον μύθο, ζούσε κάποτε ένας αετός που ποθούσε να αποκτήσει εξουσία.

«Αρνούμαι να σκύβω το κεφάλι στους άλλους», σκεφτόταν. «Είμαι πιο δυνατός από όλα τα ζώα κι όμως εκείνα υπακούν στις εντολές της κουκουβάγιας. Εκείνη είναι γριά και άσχημη, ενώ εγώ είμαι νέος και δυνατός. Είναι άδικο και δεν θα το ανεχτώ άλλο. Τώρα κιόλας θα της ζητήσω να μου παραχωρήσει τη θέση της».

Δίχως αργοπορία, έτρεξε αμέσως στη φωλιά της κουκουβάγιας. Γύρω της ήταν συγκεντρωμένα πολλά ζώα και εκείνη τους αφηγούταν μια ιστορία. Ο αετός, όχι μόνο δεν περίμενε να τελειώσει, αλλά τη διέκοψε, φωνάζοντας για να τον ακούσουν όλοι:

«Κουκουβάγια, από αυτήν τη στιγμή θα αναλάβω τα καθήκοντά σου γιατί γέρασες και δεν μπορείς να μας διοικείς. Έχω περισσότερες ικανότητες από εσένα και είμαι διατεθειμένος να αλλάξω καθετί παλιό και ξεπερασμένο».

Η κουκουβάγια τον άκουγε προσεκτικά και όταν τέλειωσε, είπε:

«Εάν αυτό είναι το θέλημα και των άλλων ζώων, τότε παραιτούμαι».

Τα ζώα που ήταν συγκεντρωμένα, τους κοιτούσαν δίχως να αντιδρούν. Ένα άγριο βλέμμα όμως του αετού που ερμηνεύτηκε από όλα ως ξεκάθαρη απειλή, τα ανάγκασε να τον υποστηρίξουν.

Με συνοπτικές επομένως διαδικασίες ο αετός παρέλαβε την εξουσία. Σύντομα όμως φάνηκε η ανεπάρκειά του, αφού ήταν άπειρος, δίχως κατάλληλες γνώσεις, υπερβολικά φιλόδοξος, εγωιστής και συναισθηματικά ασταθής. Η λαχτάρα του να είναι αρεστός σε όλους, τον τύφλωσε και τον εμπόδισε να λαμβάνει δίκαιες αποφάσεις. Ως επακόλουθο, η ηρεμία και η ισονομία αντικαταστάθηκαν από φασαρίες και άνιση μεταχείριση.

Ο αετός ζούσε χαρούμενος στον μικρόκοσμο της έπαρσής του, όμως τα ζώα υπέφεραν τόσο πολύ που κάποτε ξεσηκώθηκαν εναντίον του και του είπαν:

«Η κουκουβάγια μας συμβούλευε και φρόντιζε πάντοτε για το καλό μας. Ενδιαφερόταν για όλους μας, ενώ εσύ για τον εαυτό σου. Μας διοικείς μόνο έξι μήνες, αλλά κατέστρεψες όλα όσα δημιουργήσαμε με κόπους πολλών ετών. Γι’ αυτό θέλουμε να φύγεις και να μην σε ξαναδούμε ποτέ».

Η υπερηφάνεια του αετού πληγώθηκε ανεπανόρθωτα και θύμωσε πολύ.

«Είστε αχάριστοι», φώναξε. «Αντί να με ευχαριστείτε που σας αφιέρωσα τον χρόνο μου, με κατηγορείτε και με διώχνετε. Θα φύγω, όχι επειδή το θέλετε εσείς, αλλά επειδή εγώ αρνούμαι να ζω κοντά σε μικροπρεπή όντα σαν εσάς».

 

Συνταγή της Αμβροσίας: Η σαλάτα του κυνηγού

Υλικά:

3 μπεκάτσες

1 κούπα ρόκα (ψιλοκομμένη)

1 κούπα αβοκάντο (κομμένο σε κύβους)

2 αγγουράκια τουρσί (ψιλοκομμένα)

2 κουταλιές της σούπας κάπαρη

1 κούπα χρωματιστά ντοματίνια

 

Για τη σως:

1 κουταλιά της σούπας πικάντικη μουστάρδα

1 λεμόνι

1 φλιτζανάκι του καφέ λάδι

1 πρέζα ρίγανη

 

Εκτέλεση:

Καθαρίζουμε και πλένουμε τις μπεκάτσες. Τις βάζουμε σ’ ένα μπολ με ξίδι και τις πλένουμε ξανά. Τις τοποθετούμε στη σχάρα και τις αλείβουμε με λαδολέμονο και ρίγανη. Τις ψήνουμε και όταν είναι έτοιμες τις κόβουμε σε μικρά κομμάτια. Τις βάζουμε σε μια πιατέλα και προσθέτουμε τα υπόλοιπα υλικά. Περιχύνουμε με τη σως και ανακατεύουμε.