Από την Ισμήνη Χαρίλα

«Περίμενέ με, θα γυρίσω», μια υπόσχεση που βασίζεται στη βεβαιότητα που πηγάζει από την ελπίδα, στον φόβο, στην αυτοθυσία και που δεν εξαρτάται παρά μόνο από τη βούληση της μοίρας που είναι η μόνη που μπορεί να εμποδίσει την εκπλήρωσή της.

Στο νέο τους μυθιστόρημα λοιπόν – που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έξη – η Έφη Καγξίδου και η Λίνα Σπεντζάρη μεταφέρουν τον αναγνώστη στις παραμονές του πολέμου του 1940 και ξεδιπλώνουν το νήμα της ιστορίας μιας νεαρής κοπέλας, της Σοφίας.

Δεκαοχτώ ετών, ερωτευμένη και έτοιμη να αγκαλιάσει ένα ρόδινο μέλλον, εγκλωβίζεται – λόγω της κήρυξης του πολέμου – σ’ ένα χωριό του Κιλκίς, όπου είχε βρεθεί για τον γάμο του εξαδέλφου της. Ξαφνικά όλα καταρρέουν, αφού καταλήγει, παρά τη θέλησή της, παντρεμένη με τον Αφέντη της περιοχής και υφίσταται την καθημερινή κακοποίηση. Το πεπρωμένο θα παίξει ξανά μαζί της, θα της χαρίσει την ελευθερία, αλλά θα της την στερήσει ξανά ακριβώς τη στιγμή που νομίζει ότι μπορεί πλέον να ζήσει δίχως εφιάλτες.

Μέσω της τριτοπρόσωπης αφήγησης, οι δυο συγγραφείς διηγούνται τα γεγονότα που σημάδεψαν την ηρωίδα τους, παράλληλα με όσα διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Χάρη στην περιγραφική απεικόνιση που απέχει από ανούσιες συγκινησιακές εξάρσεις, αποτυπώνονται οι ψυχολογικές μεταβολές της Σοφίας που περνά βίαια στην ενηλικίωση, βιώνει την προσωπική της τραγωδία και καλείται να πολεμήσει τον προσωπικό της δυνάστη, ομού με τους κατακτητές της χώρας της.

Σαφώς δεν πρόκειται για ένα δυστοπικό μυθιστόρημα. Η βία, ο πόνος, ο φόβος και ο θάνατος εξισορροπούνται από την καλοσύνη, την ελπίδα, τη συμπόνια, την αλληλοϋποστήριξη. Οι δε ήρωες δεν ψυχογραφούνται μόνο μέσω των πράξεών τους, αλλά και μέσω των διαφορετικών εθιμικών και οικογενειακών καταβολών τους.

Συγκρίνοντας το «Περίμενέ με, θα γυρίσω» με το προηγούμενο έργο των Καγξίδου και Σπεντζάρη, με τίτλο «Ούτε η μάνα μου», δεν εντοπίζουμε μόνο ότι και τα δυο αφορούν αληθινές ιστορίες και ότι οι βασικοί πρωταγωνιστές, η Σοφία και ο Γιώργος Σαρρής αντίστοιχα, ταλανίζονται από τα αποτελέσματα επιλογών που δεν ήταν δικές τους, αλλά κυρίως ότι στο νέο αφήγημα δεν παρατηρείται η σοκαριστική επίταση συγγενικής και εν μέρει κοινωνικής αναλγησίας που διακρίνεται στο αρχικό. Διότι, εάν η Σοφία αδυνατεί να γλυτώσει από τον άνδρα της λόγω του τρόμου που εκείνος προκαλεί στους χωρικούς, ο Σαρρής είναι θύμα της κώφωσης των συγχωριανών και ιδίως της μάνας του στην αθωότητά του και της άλογης καταδίκης του για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε ποτέ.

Επιπρόσθετα, οι αναφορές, τόσο για το κύμα προσφύγων που είχε ως επακόλουθο η Μικρασιατική Καταστροφή, όσο και για την έννοια υπεράσπισης της πατρίδας ενάντια στους άρπαγες, υπενθυμίζουν στους αναγνώστες ότι η Ιστορία δυστυχώς επαναλαμβάνεται δίχως αναπαμό.

«Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στον Θεό και τους νόμους! Έχουν δοθεί μάχες για ν’ απολαμβάνουμε αυτό το αγαθό! Όσο για τον σεβασμό, τον κερδίζει κανείς! Δεν είναι κάτι που επιβάλλεται!», λέει η Σοφία στον άνθρωπο που φυλάκισε τα βήματά της προς το μέλλον που ονειρευόταν και είναι ουσιαστικά αυτή η μάχη που δίνουν τόσο η ίδια, όσο και ο Σαρρής στην χάραξη της προσωπικής τους πορείας.