από τον Εμμανουήλ Μοράρη
Η επίπτωση της νοσογόνου παχυσαρκίας έχει σχεδόν διπλασιαστεί στον ενήλικο πληθυσμό από τη δεκαετία του 1980. Στις ημέρες μας, ένα σημαντικό ποσοστό των ατόμων άνω των 20 ετών είναι υπέρβαροι (35%) ή παχύσαρκοι (11%). Η παχυσαρκία συσχετίζεται με την πρόκληση νοσημάτων του καρδιαγγειακού, με την πρόκληση σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ καθώς επίσης και με την πρόκληση ορισμένων καρκίνων. Αναφέρεται ότι περίπου 4 εκατομμύρια θάνατοι το 2010 προκλήθηκαν από νόσους που συσχετίσθηκαν αιτιολογικά με την υπάρχουσα παχυσαρκία.
Σήμερα, ποικίλες διατροφικές παρεμβάσεις μπορούν να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, μειώνοντας τον επακόλουθο κίνδυνο στην πρόκληση των διαφόρων νόσων που συσχετίζονται με αυτή. Αρκετά διαδεδομένες είναι οι δίαιτες με πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και υψηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά και πρωτεΐνες. Αρκετές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί, δείχνουν ότι οι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες όταν συγκριθούν με τις συμβατικές δίαιτες με χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, οδηγούν σε μεγαλύτερη απώλεια βάρους μετά από 6 μήνες εφαρμογής και τουλάχιστον συγκρίσιμη απώλεια βάρους μετά από 1 χρόνο εφαρμογής. Παρόλα αυτά η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία υποστηρίζει ότι μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες είναι μια αποδεκτή προσέγγιση για την απώλεια βάρους όταν αυτή εφαρμόζεται για διάρκεια μέχρι και 1 έτος, τονίζοντας ταυτόχρονα και το σημαντικό όφελος του περιορισμού των υδατανθράκων στον γλυκαιμικό έλεγχο.
1) ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΔΗΜΟΦΙΛΩΝ ΔΙΑΙΤΩΝ ΜΕ ΔΙΑΙΤΕΣ ΧΑΜΗΛΗΣ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ ΣΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ ΣΩΜΑΤΙΚΟΥ ΒΑΡΟΥΣ
Δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες είναι αποτελεσματικότερη στη βραχυπρόθεσμη απώλεια βάρους σε υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες, σε σχέση με μία δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες.
Δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες μπορεί να μειώσει την πρόσληψη θερμιδικής ενέργειας μέχρι 30%, σε σύγκριση με μία διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπος. Η μείωση των υδατανθράκων φαίνεται ότι δημιουργεί ένα μεταβολικό περιβάλλον που μπορεί να προκαλέσει κορεσμό αλλά και μείωση της αποθήκευσης λίπους, αποτελεσματικότερα σε σύγκριση με άλλες διατροφικές στρατηγικές.
Η απώλεια βάρους που παρατηρείται σε μία δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες οφείλεται κυρίως λόγω της μείωσης της προσλαμβανόμενης ενέργειας και όχι εξαιτίας της σύνθεσης της δίαιτας σε μακροθρεπτικά συστατικά. Η ταχεία απώλεια σωματικού βάρους μπορεί να οφείλεται στην απώλεια υγρών μέσω της ενεργοποίησης του γλυκογόνου από το ήπαρ και σπειραματικής διήθησης των κετονοσωμάτων από τους νεφρούς. Επίσης επιταχύνεται λιπόλυση με την αλλαγή των πηγών καυσίμων του οργανισμού από γλυκόζη σε κετονοσώματα. Η βελτιωμένη λειτουργία των λιποκυττάρων, οφείλεται επίσης στην αυξημένη ευαισθησία στην ινσουλίνη και στην απώλεια βάρους.
Τέλος, άλλες πηγές αναφέρουν αύξηση των επιπέδων της αδιπονεκτίνης και γρηγορότερη απώλεια σωματικού βάρους όταν ακολουθείται διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες σε σύγκριση με μία διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά. Η αύξηση των επιπέδων της αδιπονεκτίνης κατ’ επέκταση συνδέεται με μείωση της λιπώδους μάζας.
2) ΔΙΑΙΤΕΣ ΧΑΜΗΛΗΣ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Πολλές μελέτες έχουν συγκρίνει τις επιδράσεις διαιτών χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες με δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπος στην απώλεια βάρους και στους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων. Τα άτομα που τηρούσαν μία διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες εμφάνισαν σημαντικά μεγαλύτερη απώλεια βάρους, μείωση τριγλυκεριδίων και αύξηση της HDL χοληστερόλης. Παρά όμως τη σημαντική απώλεια βάρους, υπήρξε και σημαντική αύξηση της LDL-χοληστερόλης σε σύγκριση με τα άτομα που κατανάλωναν μια διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπος.
Η μείωση της ποσότητας και η βελτίωση της ποιότητας υδατανθράκων που προσλαμβάνεται μπορεί να βοηθήσει στην απώλεια βάρους και να μειώσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Λαμβάνοντας υπόψη πρόσφατα στοιχεία, υποστηρίζεται ότι ένα διατροφικό πρότυπο με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες συστήνεται για την πρόληψη της παχυσαρκίας και των καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Το ελαιόλαδο, οι ξηροί καρποί και το αβοκάντο είναι εξαιρετικές πηγές ακόρεστων λιπαρών οξέων και σε συνδυασμό με ένα διατροφικό πρότυπο χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου. Ένα ιδανικό πρότυπο διατροφής χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες περιλαμβάνει την πρόσληψη διαιτητικών ινών που προέρχονται κυρίως στα δημητριακά ολικής αλέσεως, φρούτα πλούσια σε φυτικές ίνες, λαχανικά (πράσινα φυλλώδη, όσπρια, και σταυρανθή), αβοκάντο, ελιές και φυτικά έλαια, σόγια, ψάρι και κοτόπουλο, καθώς παράλληλα και περιορισμό της κατανάλωσης κόκκινου κρέατος, αμυλούχων λαχανικών και επεξεργασμένων δημητριακών.
3) ΔΙΑΙΤΕΣ ΧΑΜΗΛΗΣ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ ΚΑΙ ΟΦΕΛΗ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ
Δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες συστήνονται πριν τη χειρουργική επέμβαση παχυσαρκίας προκειμένου να μειωθεί η πιθανότητα επιπλοκών καθώς και ο κίνδυνος τραύματος του ήπατος από την απώλεια αίματος.
Οι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες σχετίζονται με μείωση του κινδύνου κεντρικής παχυσαρκίας. Μελέτες έδειξαν μείωση περίπου 30% του κοιλιακού λίπους σε 1 έτος. Επίσης παρατηρήθηκε μεγαλύτερη μείωση στην περίμετρο της μέσης.
Σε μία μελέτη, σε 370 υπέρβαρες ή παχύσαρκες γυναίκες που έχουν θεραπευτεί από καρκίνο του μαστού, εφαρμόστηκε διαιτητική παρέμβαση ακολουθώντας δύο διαφορετικές εκδοχές διατροφής για την απώλεια σωματικού βάρους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το υπερβάλλον σωματικό βάρος σχετίζεται με κακή πρόγνωση για μακροπρόθεσμη επιβίωση σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού, λίγη βαρύτητα όμως δίνεται στον έλεγχο του βάρους στην κλινική αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού.
Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ακόμη ότι μια μέτρια απώλεια του αρχικού σωματικού βάρους (5-10%) με την τήρηση μίας δίαιτας χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τον γλυκαιμικό έλεγχο και άλλες μεταβολικές ανωμαλίες εκτός από τη σημαντική μείωση πρόσληψης θερμίδων και αύξησης του κορεσμού. Ο συνδυασμός ενός διατροφικού προτύπου με περιορισμένη πρόσληψη υδατανθράκων και σωματική δραστηριότητα μπορεί να βοηθήσουν τους ασθενείς να επιτύχουν απώλεια σωματικού βάρους και βελτίωση του λιπιδαιμικού τους προφίλ.
Σε μια μελέτη τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η τήρηση μιας δίαιτας χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες βελτίωσε την ικανότητα μνήμης σε υπέρβαρες γυναίκες. Άλλες μελέτες έχουν αποδείξει ότι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες-υψηλότερης σε πρωτεϊνες έχουν θετικές επιδράσεις σε πολλές παθολογικές καταστάσεις, όπως ο διαβήτης, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, η ακμή, νευρολογικές ασθένειες, καρκίνο και καρδιαγγειακή νόσο.
Δίαιτες με πολύ χαμηλής περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και υψηλής περιεκτικότητας σε λίπος (κετογονικές δίαιτες) χρησιμοποιούνταν ως θεραπεία της επιληψίας και σε ορισμένες περιπτώσεις χωρίς να χρειάζεται επιπρόσθετη φαρμακευτική θεραπεία.
4) ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ-ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Μια δίαιτα πολύ χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες μπορεί να είναι ανεπαρκής σε ιχνοστοιχεία, δεδομένου ότι περιορίζει την κατανάλωση σημαντικών τροφών όπως τα φρούτα, οι σπόροι, και άλλες πηγές φυτικών ινών. Έτσι παρά την γρήγορη απώλεια βάρους θέτει την υγεία σε κίνδυνο. Οι πιθανές παρενέργειες που έχουν αναφερθεί από τη μακροχρόνια υιοθέτηση τέτοιων διαιτών περιλαμβάνουν το σχηματισμό χολόλιθων και νεφρικών λίθων, τη μείωση της οστικής μάζας, την αύξηση των επιπέδων LDL-χοληστερόλης και την επιβάρυνση της νεφρικής λειτουργίας σε κάποιους ασθενείς.
Σε μερικές ομάδες όπως: ασθενείς με διαβήτη τύπου Ι, βλάβες του θυρεοειδή αδένα, παθολογικές καταστάσεις με έλλειψη κορτιζόλης ή αυξητικής ορμόνης, μερικές ομάδες ηλικιωμένων, άτομα που καταναλώνουν υπερβολικές ποσότητες αλκοόλ ή ασπιρίνης αντενδείκνυται η πολύ χαμηλή πρόσληψη υδατανθράκων.
Επίσης μία δίαιτα πολύ χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες μπορεί να οδηγήσει στο σχηματισμό κετονικών σωμάτων, μια παράπλευρη οδό χρησιμοποίησης του ακετυλο-CoA, που παρέχει έναν άλλο τρόπο στο ήπαρ για να διανείμει ενεργειακά υποστρώματα στα περιφερικά κύτταρα. Η οξεία αύξηση των κετονικών σωμάτων οδηγεί σε κετοξέωση, η οποία μπορεί να είναι επικίνδυνη αφού ενδέχεται να διαταράξει την οξεοβασική ισορροπία του σώματος.