από την Μάρθα Πατλάκουτζα
Αποχωρισμός.
Άκουσα τη λέξη, ξεροκατάπια, ένιωσα τον φόβο να μου χτυπά την πόρτα και η ανάσα δεν έλεγε να βγει. Ένας δράκος με πύρινη γλώσσα βρυχήθηκε περήφανα. Κατάμουτρα. Κυριαρχικά.
Κι άρχισα να αναρωτιέμαι πόσους αποχωρισμούς είχα βιώσει στη ζωή μου…
Μια φωνούλα μέσα μου άρχισε να χοροπηδάει, ήταν η σειρά της να πάρει τον έλεγχο. Η προδότρια είχε να διηγηθεί αρκετές πονεμένες κι αμαρτωλές ιστορίες. Εντάξει, δεν υπήρχε κάτι ξεχωριστό στο ιστορικό του βίου μου. Όπως όλοι, είχα αποχαιρετήσει αγάπες, ανεκπλήρωτους έρωτες, καθημερινότητες που δεν πήγαιναν άλλο, ανθρώπους που νόμιζα πως θα υπήρχαν για πάντα στη ζωή σου, ανθρώπους που πίστευα πως θα ζούσαν για πάντα.
Το παρήγορο ήταν το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Κάθε αποχαιρετισμός αποτελούσε και μια κεραμίδα, ένα καινούριο δεδομένο που απειλούσε τον απατηλό εφησυχασμό ενός παρόντος μυθικού (ναι, αυτού του γνώριμου που πλάθουμε για να παραμυθιάσουμε τους εαυτούς μας πως έχουμε τον έλεγχο της ζωής μας).
Τα στάδια γνωστά. Πόνος, άρνηση, αποδοχή. Θα πρόσθετα και απώθηση.
Ο θρήνος είναι απαραίτητος. Όσο πιο πολύ θρηνήσεις, τόσο πιο βατή γίνεται η μετάβαση, λένε οι ψυχολόγοι.
Γιατί όμως φοβόμαστε τα δάκρυα;
Μήπως ο αποχωρισμός έρχεται σε κόντρα με τον εγωισμό που αρνείται να εγκαταλείψει αυτό που τόσο επιθυμεί κι αγαπά;
Και τότε είναι ανεκτίμητο να έχεις κάποιον να σου βαστήξει το χέρι, να σε πάρει αγκαλιά και να σου επιτρέψει να θρηνήσεις μέχρι τελικής πτώσης.
Άλλοι το λένε φιλία και άλλοι «ο άνθρωπός μου».