«Λοιπόν, αύριο, μεθαύριο το απόγευμα, θα έρθω να τα πούμε από κοντά! Ετοίμασε την απολογία σου!», είπε με απότομο και αυστηρό ύφος ο Γιάννης από το τηλέφωνο..

 

Αποδέκτης της πάρα πάνω προειδοποίησης, που κρύβει και μία κάποια απειλή, ο δεκαεξάχρονος (παρά τρεις μήνες) γιός του κολλητού του. Ο γιός του Παναγιώτη..

 

Όχι. Ο μικρός δεν τρόμαξε, ούτε «ψάρωσε» από αυτό που του είπε ο Γιάννης! Ίσα ίσα, που ανακουφίστηκε! Επιτέλους, κάπου θα μίλαγε! Κάπου θα τα έλεγε! Αρκετά πια, με την υποκρισία στο σπίτι του. Αρκετά με το άρρωστο περιβάλλον! Αρκετά με τα ψέματα!..

Αύριο, η μεθαύριο απόγευμα είπε ο Γιάννης. Είναι είκοσι επτά Ιουνίου 1985 και το γυμναστήριο που ο μικρός το είχε πληρώσει με τα χαρτζιλίκια του Πάσχα, είναι πληρωμένο έως το τέλος του Ιουνίου. Χαλάλι όμως! Ας πάνε χαμένες οι τελευταίες ημέρες, άσχετα αν πληρώθηκαν, προκειμένου να γίνει αυτή η κουβέντα με τον τόσο καλό οικογενειακό φίλο!..

 

Μα ποιο ήταν αυτό το δραματικό γεγονός, που συνέβη και επενέβη ο Γιάννης;!

 

Το προηγούμενο βράδυ ο μικρός είχε φύγει από το σπίτι! Τον έδιωξαν οι γονείς του, όταν ήρθαν αντιμέτωποι με τα παράπονα του παιδιού τους! Παράπονα για την συμπεριφορά τους απέναντι του..

 

Εκείνη η συζήτηση έληξε με τον Πατέρα να λέει στον δεκαεξάχρονο (παρά τρεις μήνες), πως «αν δε σου αρέσει, να φύγεις!»..

 

Ο μικρός κοίταξε τους γονείς του όλο αποστροφή, τους έδωσε ευχή «ρε δεν πάτε να γαμηθείτε!!» και έφυγε!

Βγήκε στο δόμο και έτρεχε! Έτρεχε όσο δεν έχει τρέξει ποτέ στη ζωή του! Έτρεχε χωρίς ανάσα! Έτρεχε μακριά! Μακριά από το ψέμα! Μακριά από τη σαπίλα! Έτρεχε και τα πόδια του σχεδόν δεν ακούμπαγαν στο έδαφος!

 

Έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε!!..

 

Δύο, τρία χιλιόμετρα πιο κάτω, σταμάτησε. Ούτε καν είχε λαχανιάσει. Σχεδόν δεν είχε πάρει ανάσα! Έτρεχε με όλη τη δύναμη που σου δίνει η αγανάκτηση. Η δύναμη που σου δίνει η αδικία..

 

Η νύχτα πέρασε από παγκάκι σε παγκάκι. Απέφυγε τα μέρη που συχνάζει. Ήξερε πως θα τον ψάξουν..

«Κάνε υπομονή μέχρι να πας στρατό και μετά φύγε από εκεί!», άκουσε στη μνήμη του τη φωνή της γιαγιάς του, μάνας του Πατέρα του, η οποία ήξερε..

 

…ήξερε την αλήθεια, πίσω από την ωραία βιτρίνα που είχε στήσει ο νάρκισσος γιός της..

 

Την αλήθεια, για όλη αυτή τη νοσηρή ατμόσφαιρα στο σπίτι του μεγάλου της εγγονού. Τα νεύρα, τις εξωσυζυγικές σχέσεις, με την κατόπιν συναισθηματικού εκβιασμού, συνέργεια του εγγονού της, ήδη από την εποχή που πήγαινε Νηπιαγωγείο. Ήξερε για όλα τα ενοχικά που είχε φορτωθεί ο μικρός από τότε που κατάλαβε τον κόσμο. Ενοχικά όπως «αν δεν υπήρχες εσύ, η ζωή μου θα ήταν καλύτερη και μου χρωστάς τόσα χρόνια, όσα είσαι εν ζωή», του Πατέρα προς τον γιό και εγγονό της. Ήξερε για την αποδοχή αυτής της συμπεριφοράς από τη μάνα (ο Θεός να την κάνει) του εγγονού της και νύφη της..

 

Εκείνο το βράδυ, στα παγκάκια, ο δεκαεξάχρονος (παρά τρεις μήνες), άκουσε στο μυαλό του τη φωνή της γιαγιάς του και σε τελική ανάλυση, Σωτήρα του! Αυτή ήταν που του έδωσε διεξόδους και λύσεις..

 

Ξημερώματα, επέστρεψε σπίτι. Ας του έλεγαν και τίποτα! Χαμός θα γίνονταν!

 

Το βράδυ δέχθηκε το τηλέφωνο από τον Γιάννη..

 

..τον Γιάννη! Τον κολλητό του μπαμπά!

Δικαστικός ο Γιάννης! Εισαγγελέας!

 

Ο δεκαεξάχρονος (παρά τρεις μήνες), τον θυμάται από την εποχή που ήταν ένας φοβισμένος δικηγοράκος ο Γιάννης! Θυμάται και την απόφαση του Γιάννη, να αφήσει το ελεύθερο επάγγελμα και να πάει στο Δημόσιο.

 

Λίγα χρόνια πριν μπει η Ελλάδα στην ΕΟΚ και ο Γιάννης είχε φοβηθεί πως θα έρθουν Γερμανοί, Γάλλοι και λοιποί ευρωπαίοι δικηγόροι και θα πάρουν τις δουλειές! «Άσε ρε να πάω στο Δημόσιο! Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, θα πέφτει ο μισθός!»

 

Έτσι και έπραξε ο Γιάννης! Έδωσε εξετάσεις και εντάχθηκε στο δυναμικό του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ως Δικαστικός!

 

Από τη μία μέρα στην άλλη, ο Γιάννης απέκτησε κάτι που δεν είχε!

Απέκτησε τουπέ! Ύφος!..

 

Υπεροπτικό ύφος! Πλέον δεν ήταν δικηγόρος, αλλά Δικαστικός! Εισαγγελέας παρακαλώ!

 

Αυτό το ύφος και αυτή η συμπεριφορά, του κυρίου Εισαγγελέα προς τους υπόλοιπους παρακατιανούς, που οδήγησε και στο τηλέφωνο που έκανε στον γιό του κολλητού του..

 

Ο μικρός όμως, εκείνο τον μακρινό Ιούνιο, αν και παραξενεύτηκε από την αντιμετώπιση του ως περίπου δολοφόνος («Ετοίμασε την απολογία σου»), περίμενε την επίσκεψη του Γιάννη! Ήξερε πως ο Πατέρας του, τον σέβονταν τον Γιάννη και τον άκουγε. Ο μικρός λοιπόν, ήλπιζε!..

 

Ήλπιζε πως ο Γιάννης θα άκουγε. Θα άκουγε πράγματα που αγνοούσε. Ήλπιζε πως ο Γιάννης θα βοηθούσε..

 

…αλλά οι μέρες, μαζί με τα απογεύματα πέρασαν. Πέρασε ο Ιούνιος, πέρασε ο Ιούλιος, πέρασε όλο το Καλοκαίρι και ο Γιάννης, άφαντος!

 

«Μη στενοχωριέσαι. Ο άνθρωπος είναι ανεπαρκής! Έτσι κι αλλιώς δε μπορεί, δεν έχει τη δυνατότητα να βοηθήσει! Δες το λόγο που έγινε Δικαστικός και θα καταλάβεις», έλεγε η γιαγιά του στον μικρό..

 

Τα χρόνια πέρασαν. Ο μικρός πήγε στρατό και μετά έφυγε, όπως τόσα χρόνια περίμενε!

Έφυγε, όχι τρέχοντας, όπως εκείνο τον Ιούνιο, αλλά βαδίζοντας.

 

Στην αρχή με το αβέβαιο βάδισμα του άπειρου, κάποιες φορές σκοντάφτοντας, μέχρι που βρήκε το βηματισμό του.

 

Ο Γιάννης, παρέμενε κολλητός του Πατέρα του. Ανέβαινε στην Ιεραρχία του Δικαστικού Σώματος και είχε το ίδιο υπεροπτικό ύφος του κυρίου Εισαγγελέα που βλέπουμε στις ταινίες του Ξανθόπουλου. Όλα καλά, με το «ύφος», μόνο που καμιά φορά ξεχνιόταν και έβλεπε επιτυχημένους δικηγόρους και έσταζε κανά σαλάκι από φθόνο.

 

Δικηγόροι, όπως ο Βασίλης, ο Βαγγέλης, η Χρυσούλα, του υπενθύμιζαν τον λόγο που λούφαξε στο Δημόσιο, αντί να μείνει στην πιάτσα. Η ανεπάρκεια του ήταν ο λόγος. Η ίδια ανεπάρκεια που τον έκανε να είναι απών εκείνα τα απογεύματα του Ιουνίου 1985..

 

Όλα αυτά τα χρόνια, ο Γιάννης παρηγορούταν και τάιζε τις αυταπάτες του με το να αντιμετωπίζει αφ’υψηλού τον κάθε φουκαρά που έκανε στη ζωή του κάποιο νομικό στραβοπάτημα και βρέθηκε να απολογείται στον «κύριο Εισαγγελέα»..

 

Τότε ο Γιάννης, έχοντας θάψει βαθιά μέσα του εκείνο το φοβισμένο νεαρό δικηγοράκο της δεκαετίας του 1970, ξεδίπλωνε τις ικανότητες που είχε αναπτύξει, στο να αγορεύει, απαγγέλλοντας κατηγορίες..

 

Εκείνος όμως ο δεκαεξάχρονος (παρά τρεις μήνες!), που μάταια τον περίμενε, έχοντας έτοιμη την «απολογία» του ήξερε την γυμνή αλήθεια του «κυρίου Εισαγγελέα».

 

Γυμνή, αποκρουστική και κρύα.

 

Όπως είναι όλες οι αυταπάτες..