από την Αναστασία Δημητροπούλου
Πένθος σπαρμένο στη μέση των Κυκλάδων έμοιαζε η ματιά της, κι ήταν η φούστα της μεσίστια σημαία στο πλοίο για Αμοργό. Είχα ακουμπήσει στην κουπαστή, λίγα μέτρα μακριά της, και την παρατηρούσα. Επίμονα και αδιάκριτα. Σχεδόν ψυχωτικά.
Ήταν ξανθιά, δακρυσμένη και γοητευτική σαν ηρωίδα του Χίτσκοκ. Έδειχνε λες και προσπαθούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι κάποιες μέρες είσαι το περιστέρι, κι άλλες το άγαλμα. Αν έβαζα πάντως το χέρι μου στην φωτιά για ένα πράγμα, αυτό ήταν η διαμελισμένη ευτυχία της, που όπως οι πιο πολλές γυναίκες, είχε κάνει το λάθος να την εξαρτήσει από έναν άνδρα, και αν έπαιζα κορώνα γράμματα κάτι άλλο, ήταν το πρόωρο σβήσιμο του τσιγάρου της. Το είχε άραγε νεκρώσει ο αέρας, ο ίδιος που μάς ανακάτωνε τα μαλλιά, ή μήπως το βωβό της κλάμα έπνιξε την καύτρα εντέλει;
Ό,τι κι αν ήταν και πριν ακόμα αποσώσει το σιχτίρισμά της, ψάρεψα τον αναπτήρα από την τσέπη της βερμούδας μου, και με μιαν άτσαλη και ίσως αστεία δρασκελιά, κατάφερα να γίνω ο προσωπικός, ο ολόδικός της Προμηθέας.
Για αρχή, μού έριξε ένα πλάγιο επιθεωρητικό βλέμμα. Ένα πράσινο και υγρό βλέμμα. Έπειτα, γύρισε ολόκληρη προς το μέρος μου, και μόνο τότε διαπίστωσα πως διέθετε ένα πρόσωπο σαν ζωγραφισμένο από του Θεού τα πινέλα, και μια σιωπή από αυτές στις οποίες δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα, όπως μπορείς στα λόγια. Με ευχαρίστησε ξερά τραβώντας μια γενναία ρουφηξιά νικοτίνης, και στράφηκε ξανά μπροστά της. Δε μού έμειναν και πολλές επιλογές. Για μια στιγμή ένιωσα εγκλωβισμένος σε μια σκακιέρα, όπου ο βασιλιάς μου δέχτηκε το πιο αποστομωτικό ματ. Και σαν κύριος, όφειλα να οπισθοχωρήσω.
«Ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα σε δύο μέρη. Ξέρεις ποιά είναι η αντίστοιχη ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που αγαπήθηκαν κάποτε;», η ερώτησή της ήρθε από το πουθενά. Λίγο πριν επιστρέψω στην θέση μου. Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ αν ήταν αποκύημα της φαντασίας μου, ο ζωηρός παφλασμός του κύματος ή κάτι τέτοιο. «Το να μην αγαπιούνται πια;», δοκίμασα να μαντέψω ενστικτωδώς ξύνοντας το πιγούνι μου. Την κοίταξα για άλλη μια φορά μες στα μάτια. Αναρωτήθηκα ποιός και πώς μπόρεσε να πληγώσει ένα πλάσμα σαν κι αυτή. Αναρωτήθηκα αν απλώς έπαψαν να τής σερβίρουν ψέματα, κι η ίδια θεώρησε ότι έπαψαν να την αγαπούν. Αναρωτήθηκα αν μπορεί να κοιμηθεί τις νύχτες. Φοβήθηκα πως η απάντηση θα είναι αρνητική, κι αυτό συνήθως είναι αρκετό για να μετρήσεις τη θλίψη κάποιου.
«Η έλλειψη επικοινωνίας είναι. Και μετά η έλλειψη της ελπίδας πως όλα θα αποκατασταθούν. Αυτή δε, τσακίζει την ψυχή περισσότερο κι από τον πόνο», μού αποκρίθηκε. «Δεν ξέρω αν συμφωνώ. Έχω την αίσθηση πως δεν υπάρχει χειρότερος πόνος από την σκανδαλιστική ερημιά που τον συνοδεύει», απάντησα αμήχανα. «Δυστυχώς, αυτή είναι η μοίρα όσων έχουν ανάγκη τους άλλους. Όσων δηλαδή, είναι τόσο ανόητοι ώστε να περιμένουν πράγματα που δε λένε να έρθουν», ένευσε με πίκρα. «Είτε λίγο είτε πολύ, στον έρωτα όλοι είμαστε ανόητοι. Κι αυτό δεν είναι σφάλμα. Θα έλεγα πως αυτή η χαριτωμένη ανοησία μας είναι που εξηγεί το βαθμό στον οποίο γεμίζει χαρά και λύπη η ζωή. Είναι ο βαθμός στον οποίο δενόμαστε κι αγαπούμε τους άλλους ανθρώπους», είπα ανάβοντας βιαστικά ένα τσιγάρο.
«Τότε θέλω και τα παθαίνω. Κι ίσως αυτή τη φορά είναι μονάχα δική μου ευθύνη που κάηκαν τα φτερά μου από την αγάπη», μουρμούρισε. «Τι συνέβη ειδικά ετούτη τη φορά;», τόλμησα να ρωτήσω. Τα σμαράγδια που είχε σφηνωμένα στις κόγχες της, άστραψαν. «Έγινα αδιάκριτος, με συγχωρείς», έσπευσα να μαζέψω την γλώσσα μου. «Αυτή τη φορά αγάπησα ενάντια στον ίδιο μου τον εαυτό. Και αυτός, νιώθω πια, πως έχει χαθεί. Κι όμως δεν ξέρω πότε και γιατί με εγκατέλειψε», απάντησε σοβαρά. «Ο εαυτός σου ή ο άνδρας που σού ράγισε την καρδιά;», άλλη μια ερώτηση βγήκε αυθόρμητα από τα χείλη μου. «Κι οι δύο. Καλές διακοπές», απάντησε βραχνά και έφυγε από δίπλα μου. Σαν όνειρο που μαράζωσε πάνω σε βλέφαρα που άνοιξαν απότομα.
Σαν συναισθηματικώς λεπρή που λίγο πριν το σκάσει κολυμπώντας από τη Σπιναλόγκα, θυμήθηκε πως δεν ξέρει μπάνιο.