από την Αναστασία Δημητροπούλου.

 

Βράχος σε διαρκή κατακρήμνιση, ήταν το χέρι του πάνω στο κορμί της εκείνες τις νυχτερινές ώρες. Και δως του παράπονο ο γκιώνης έξω από τη σκηνή, κι αλίχτισμα η θάλασσα. Και ο αέρας. Ο αέρας τραβούσε κυριολεκτικά από τα μαλλιά το καλοκαίρι που έφευγε. Μια νύχτα σαν όλες τις προηγούμενες είχε πέσει βαριά στο μέρος, όπου είχαν κατασκηνώσει τα δύο ζευγάρια. Νωρίτερα, είχαν ψήσει λουκάνικα στη φωτιά, με μια κιθάρα που εμφανίστηκε από το πουθενά, έπιασαν τα άπαντα των Πυξ Λαξ, κι όταν τα κορίτσια απόκαμαν τις βρεγμένες κοτσίδες τους στους ώμους των αγοριών, κι έπεσαν ως βόλια ανίας τα πρώτα χασμουρητά, είπαν «κι αύριο μέρα είναι», και αποσύρθηκαν.

Η κοκκινομάλλα προσποιήθηκε πως κουτουλούσε από τη νύστα. Πως την είχαν μαγέψει ο ήλιος, τ’ αλάτι κι η χρυσή άμμος που είχε δεν είχε, τρύπωνε συνεχώς στο μαγιό της. Έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο σύντροφό της, ίσα για να τον ακούσει να γουργουρίζει σαν ικανοποιημένος κεραμιδόγατος και ξάπλωσε πλάι του, χωρίς όμως να κλείσει τα μάτια. Εκείνος πάλι, παραδόθηκε αμαχητί σε ένα βαθύ, μακρόσυρτο ροχαλητό. Τα δάκρυα δεν άργησαν να έρθουν.

Πότισαν τις βλεφαρίδες, ύστερα πήραν τον κατήφορο από τους κροτάφους και σύντομα άρχισαν να σταλάζουν στο εσωτερικό των αυτιών της. Την ίδια στιγμή φυσούσε και ξεφυσούσε, κι αναβόσβηνε νευρικά το μικροσκοπικό φακό που είχε κρεμασμένο στο μπρελόκ της. Οι σκιές έξω από τη σκηνή έπαιζαν παιχνίδια εξουσίας με τη φαντασία της, ενώ η ίδια αναρωτιόταν τι διάβολο είχε στραβώσει και είχε βρεθεί σε τούτο το ειδυλλιακό τοπίο με το λάθος σύντροφο κι όλες τις λάθος αποφάσεις.

 

Όταν οι αεραγωγοί της άρχισαν να φράζουν, σύρθηκε έξω από τη σκηνή σαν φίδι που αλλάζει δέρμα. Περπάτησε ξυπόλυτη ευθεία προς τη θάλασσα. Τα κύματα, και ένας μουσκεμένος βράχος που γλιστρούσε επικίνδυνα, την καλούσαν. Εκεί άλλωστε, μπορούσε να αφήσει αμολυτούς τους λυγμούς της. Σχίζοντας τα χέρια της πάνω στην πέτρα, αναβίωνε λεπτομερώς το σχίσιμο της καρδιάς της λίγους μήνες πριν. Ο άνδρας που κάποτε ερωτεύτηκε με όλη της την ψυχή, δεν υπήρχε πια μες στη ζωή της. Είχε επιλέξει μόνος του την έξοδό του από αυτήν. Κι ό,τι είχε αφήσει πίσω ήταν κρανίου τόπος. Το μικρό ναρκοπέδιο των αναμνήσεών τους, και μια βεβαιότητα πως το κλάμα είναι η πρώτη κραυγή του ανθρώπου, απλώς κάποιοι επιμένουν στο δικό τους κλάμα, και κάποιοι άλλοι στων ξένων.

Μια βαρβάτη κρίση πανικού γυρόφερνε τα σωθικά της. Τα έπνιγε σαν νεογνά με τον ομφάλιο λώρο, κι έπειτα ήταν κι αυτός ο αναθεματισμένος πονοκέφαλος που κόντευε να τη ρίξει κάτω ξερή. Εκείνο το υπόκωφο βουητό του έμοιαζε με συναισθηματικό σωφρονισμό. Τής άξιζε άραγε; Ποιός ήξερε να της πει; Ποιός να εξηγήσει το κακό που είχε βρει παντζούρια ανοιχτά κι είχε σαρώσει τα πάντα στο πέρασμά του;

 

Θυμήθηκε τις κουβέντες του.

Έρωτας για ‘κείνον ήταν να ανεβαίνεις το πρώτο σκαλοπάτι, χωρίς να καν διακρίνεις ολόκληρη την σκάλα.

Ο εγωπαθής άνθρωπος για ‘κείνον, ήταν το μόνο ολέθριο σφάλμα της φύσης. Το να μη μπορεί κανείς να αγαπήσει, ήταν για ‘κείνον κάτι σαν καρδιακή αναπηρία, ενώ το πλάσμα με τα κόκκινα μαλλιά που δε χόρταινε να κρύβει στα μπράτσα του στα πιο σιωπηλά ηλιοβαλέματα, ήταν η απόδειξη του ότι ο έρωτας είναι το χρονικό εκείνο διάστημα, όπου όλοι είμαστε περισσότερο ζωντανοί από ό,τι συνήθως.

Πόσο θες όμως να αντέξουν κι οι θεωρίες όταν ξεπερνάς το σημείο, όπου η υπομονή παύει να λογίζεται ως αρετή; Πόσο θες να αντέξουν και όλα τα στόματα που ζητούν συμβουλές μόνο και μόνο για να μιλήσουν γι’ αυτά που τα βασανίζουν; Πόσο θες για να πειστείς ότι η ανάγκη και τα παρακάλια δεν κάνουν ποτέ καλά παζάρια στην αγάπη; Θυμήθηκε το πρόσωπό του. Όταν γελούσε, έπεφταν αστέρια από τον ουρανό. Όταν τη φιλούσε, της χάριζε όλον τον κόσμο, χωρίς απαραίτητα να προσπαθεί ή να το αντιλαμβάνεται, κι όταν έπαψε να γελά, να τη φιλά και να την αγκαλιάζει, εκείνη αναγκάστηκε να το πάρει απόφαση: ένας χωρισμός έρχεται εκεί που κουράζεσαι να νιώθεις.

 

Η κοκκινομάλλα δεν περίμενε να ξημερώσει. Φόρτωσε όπως όπως το σακ βουαγιάζ της στο αυτοκίνητό της. Σαν αερικό το ‘σκασε από το λάθος, στο οποίο είχε απιθώσει το σλίπινγκ μπαγκ της. Οδήγησε τρεις ώρες δρόμο, σιωπής και μιας σειράς εγκαταλελειμένων από τον μεγάλο της έρωτα, τσιγάρων, στο ντουλαπάκι του οχήματος. Δεν άνοιξε ραδιόφωνο, ήθελε να συνομιλήσει με τους γρύλους της νύχτας, να φτάσει πίσω στην Αθήνα και να ενώσει έστω και κάπως καθυστερημένα αυτό το παζλ που και η ίδια συνέβαλε στο να διαλυθεί. Έφτασε εγκαίρως. Όταν άναψαν τα πρώτα φώτα στο διαμέρισμά του, πήρε το μήνυμα ότι εκείνος είχε ξυπνήσει. Λογικά έφτιαχνε τον καφέ του κι ετοιμαζόταν για τη δουλειά. Θα περίμενε να τον δει. Και τον είδε μισή ώρα αφότου έσβησαν οι λάμπες του δρόμου. Όρμησε έξω από το αυτοκίνητο μυρίζοντας θάλασσα κι αμμουδιά.

«Τι κάνεις εσύ εδώ τέτοια ώρα;», τη ρώτησε.

«Ήρθα να σου αποδείξω πως όταν αγαπάς, δεν πρέπει να φεύγεις μόνος, μα μόνο με το ταίρι σου. Και ξέρεις για πού; Για εκεί όπου ο άνθρωπος αγιοποιεί ό,τι πιστεύει. Για εκεί όπου αν δεν αργήσεις πολύ, θα σε περιμένω για την υπόλοιπη ζωή μου. Για εκεί όπου με έστειλε εκείνο τον μακρινό Δεκέμβρη το πρώτο σου φιλί και ξέχασα διά παντός το δρόμο της επιστροφής. Για εκεί όπου η δική μας ιστορία δεν έχει κι ούτε ποτέ θα χρειαστεί τίτλο.»