ΛΕΥΚΩΣΙΑ. Μια αυθεντική μαρτυρία για την εν ψυχρώ εκτέλεση 70 κατοίκων του χωριού Ασσια, από τους Τούρκους, στη διάρκεια της δεύτερης φάσης της εισβολής στην Κύπρο καταγράφεται στο βιβλίο «Διαταγή: Εκτελέστε τους αιχμαλώτους» που εξέδωσε ο Τούρκος δημοσιογράφος και συγγραφέας Ρόνι Αλασόρ (κουρδικής καταγωγής), ο οποίος, χρόνια τώρα, ζει και εργάζεται στη Νορβηγία.

Ο συγγραφέας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και στη μαρτυρία του Τούρκου στρατιώτη Ο. Σαάτ (δεν αποκαλύπτει το πλήρες όνομα του στρατιώτη για ευνόητους λόγους, εν αντιθέσει με τα ονόματα των αξιωματικών που διέταξαν τη διάπραξη της μαζικής εκτέλεσης, τους οποίους και κατονομάζει).

Ο Σαάτ υπηρέτησε ως απλός στρατιώτης στην 1η Μοίρα του 21ου Συντάγματος Πυροβολικού του τουρκικού στρατού με έδρα το Κιρίκαλε της Άγκυρας. Η μονάδα του πήρε μέρος στην τουρκική εισβολή του 1974 (σ.σ. έφθασε στην Κύπρο την 23η Ιουλίου). Κατά τον δεύτερο γύρο ήταν μεταξύ αυτών που κινήθηκαν προς τον κάμπο της Μεσαορίας και μπήκαν και στην Άσσια το απόγευμα της 14ης Αυγούστου 1974.

Η αφήγησή του ακολουθεί:

«Η ατμόσφαιρα τριγύρω ήταν γεμάτη με σκόνη και καπνό και υπήρχε μια χαώδης κατάσταση. Στο χωριό είχαν μείνει κάποιοι κάτοικοί του που αιφνιδιάστηκαν και δεν πρόλαβαν να φύγουν. Τους συλλάβαμε όλους. Ήταν περίπου 100 άτομα.

Μετά τη διαταγή του διοικητή μας Μεχμέτ Γκιουνγκιορμούς ή Γκιουνγιορέν, τους φορτώσαμε στα στρατιωτικά οχήματα της μοίρας μας. Όλοι οι αιχμάλωτοι, αν και ήταν υγιείς και σε ηλικία στράτευσης, ήταν άοπλοι και δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση.

Στο Ορνίθι

«…Σε λίγες μέρες, με τη δικαιολογία ότι δεν υπήρχε χώρος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχαν μεταφέρει τους αιχμαλώτους, έφεραν πίσω στη μονάδα μας περίπου 70-80 Ελληνοκύπριους. Τότε βρισκόμασταν στην Αγιά. Εγώ, λόγω ειδικότητας, ήμουν κοντά στη σκηνή του διοικητή. Εκεί άκουσα τις συνομιλίες που έκανε μέσω ασυρμάτου ο διοικητής της μοίρας μας, Μεχμέτ Γιουνγκιορμούς, με τους ανωτέρους του. Ο διοικητής μας τους ρωτούσε τι να κάνει με τους αιχμαλώτους. Ήταν ένα πρόβλημα για τη μονάδα. Και η διατροφή τους, αλλά το κυριότερο η φύλαξή τους. Η εντολή που πήρε ήταν η εξής: «Φορτώστε τους στο τρένο!» Όποιος το άκουσε, αμέσως κατάλαβε ότι αυτό σήμαινε: «Εκτελέστε τους αιχμαλώτους». Όλοι ήξεραν ότι στην Κύπρο δεν υπάρχουν σιδηροδρομικές γραμμές, ούτε τρένα.

Το πρωί της επόμενης μέρας ο διοικητής κάλεσε τον Μπιλάλ Γιλμάζ και του είπε: «Πάρε μαζί σου έναν ακόμα κι έλα εδώ». Ο Γιλμάζ ήταν ένας ρατσιστής και βάρβαρος λοχίας. Φώναξε εμένα, γιατί ήμασταν στην ίδια ομάδα. Μας πλησίασε ο λοχαγός Ερτζάν Σαντίκ και μας ρώτησε αν είμαστε παντρεμένοι ή όχι. Όταν απάντησα ότι εγώ είμαι παντρεμένος, με διέταξε να κατέβω. Έτσι, δεν πήγα μαζί τους. Ο λοχαγός μαζί με τον Μπιλάλ Γιλμάζ και τον υπαξιωματικό Μουχαρέμ πήραν τους αιχμαλώτους και τους οδήγησαν σε μια περιοχή που είχε τρία πηγάδια. Τα μάτια και τα χέρια τους ήταν δεμένα. Οι δικοί μας κρατούσαν αυτόματα Τόμσον.

Το μέρος με τα τρία πηγάδια ήταν κοντά στα χωριά Αφάνεια και Τύμπου, κάτω από τον δρόμο (σ.σ. στο Ορνίθι). Τους αιχμαλώτους τους οδήγησαν εκεί. Σε λίγο ακούστηκαν ριπές και πυροβολισμοί.

Περηφανευόταν για την εκτέλεση

Ο Γιλμάζ, πρέπει να σας πω, παρ’ όλο που ήταν απλός λοχίας, παρουσιαζόταν ως πρωτεργάτης των επιχειρήσεων και ανακατευόταν σε πολλά, έτσι που καμιά φορά αναρωτιόμουν μήπως κατά βάθος είχε κάποιο άλλο αξίωμα και για κάποιον λόγο παρίστανε τον λοχία. Μετά από αυτό το επεισόδιο, ήρθε με ένα συνωμοτικό, αλλά αυτάρεσκο ύφος, και μου περιέγραψε την εκτέλεση. Καμάρωνε λες κι έκανε κανένα κατόρθωμα. Έλεγε με αλαζονεία: «Τους σκοτώσαμε, και αυτούς που χαροπάλευαν τους πετάξαμε μες στα πηγάδια. Να ήσουν από μια μεριά να ’βλεπες πώς ρίξαμε έναν χοντρό Ρωμιό στο πηγάδι. Έφτασε κατευθείαν στον πάτο. Ξέρεις τι πάταγο έκανε; Είχε μεγάλη πλάκα, το ευχαριστήθηκα».

Αργότερα, ο διοικητής μας μίλησε στον ασύρματο: «Διαταγή εξετελέσθη. Τους φορτώσαμε στο τρένο». Αυτοί οι 70 πάνε… Για τους υπόλοιπους 30 δεν έχω καμία πληροφορία».

bit.ly/2mZWdEZ