Από την Ισμήνη Χαρίλα

«Ανάμεσα στις γυναίκες, η Ευγενία Γκραντέ θα είναι πιθανότατα ο τύπος της αφοσίωσης (…), σαν ένα άγαλμα που αποσπάστηκε από την Ελλάδα και κατά τη διάρκεια της μεταφοράς θα πέσει στη θάλασσα και θα παραμείνει αιώνια ξεχασμένο», έγραφε ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ – τον Οκτώβριο του 1833 – αναφερόμενος στην ηρωίδα του ομώνυμου έργου του που εκδόθηκε την ίδια χρονιά και περιλαμβάνεται στην «Ανθρώπινη Κωμωδία», δηλαδή τη συλλογή μυθιστορημάτων του δημιουργού με τα οποία παρουσιάζει και σχολιάζει τη Γαλλική κοινωνία κατά τις περιόδους της Παλινορθώσεως και της Ιουλιανής Μοναρχίας.

Η Ευγενία Γκραντέ ανήκει επομένως, σύμφωνα με τους μελετητές, στις «Σκηνές της επαρχιακής ζωής» και ο Μπαλζάκ εξιστορεί την καθημερινότητα μιας οικογένειας στην πόλη Σωμύρ της Γαλλίας. Ο πατέρας – εξαιρετικά φιλάργυρος – υποχρεώνει τη σύζυγο και την κόρη του να ζουν στα όρια της ανέχειας και επιχειρεί να αποκρύψει το μέγεθος της περιουσίας του ακόμη και από τις ίδιες. Η συσσώρευση του πλούτου είναι γι’ αυτόν ο μοναδικός σκοπός της ύπαρξής του και ο πόθος του για το χρυσάφι υποσκελίζει κάθε άλλο συναίσθημα, ακόμα και για την κόρη του, την Ευγενία.

Η τελευταία θα γνωρίσει τον έρωτα και παράλληλα την προδοσία στο πρόσωπο του πρώτου της εξαδέλφου, του Σαρλ. Άγνωστοι μεταξύ τους, θα συναντηθούν για πρώτη φορά όταν ο πατέρας του – έχοντας αποφασίσει να αυτοκτονήσει εξαιτίας της οικονομικής του κατάρρευσης – θα τον στείλει στο σπίτι του θείου του. Η απώλεια της περιουσίας και του πατέρα του θα εξαναγκάσουν τον νεαρό Σαρλ να φύγει για τις Ινδίες, δίνοντας στην Ευγενία την υπόσχεση της αιώνιας αγάπης.

Κατά τη διάρκεια της οχτάχρονης απουσίας του, η Ευγενία θα μεταμορφωθεί από ένα αθώο κορίτσι σε μια συνειδητοποιημένη γυναίκα, ικανή να διαχειριστεί την περιουσία της μετά τον θάνατο των γονιών της και αρκετά δυνατή ώστε να παραμείνει λογική παρά τα απανωτά χτυπήματα της Μοίρας.

Ο Σαρλ θα καταφέρει και ο ίδιος να πλουτίσει, όχι όμως με θεμιτά μέσα, αφού θα ασχοληθεί με το εμπόριο ανθρώπων και κλεμμένων θησαυρών από τους πειρατές. Ο όρκος του στην εξαδέλφη του δεν θα τηρηθεί ποτέ και εκείνη θα κληθεί να δοκιμάσει ξανά τις αντοχές της στην κατάρρευση των ονείρων της.

Ο Μπαλζάκ – εξαίρετος παρατηρητής των ανθρώπινων χαρακτήρων – εστιάζει στις διαφορές της ζωής στο Παρίσι και την επαρχία και ιδίως στη νοοτροπία που καθορίζει τη συμπεριφορά των ατόμων. Οι άνθρωποι καθοδηγούνται από τα πάθη τους και η ίδια η κοινωνία αφιερώνει το ψέμα και την εξαπάτηση στον βωμό της προσωπικής ωφέλειας.

Η Ευγενία και ο Σαρλ έχουν κληρονομήσει και οι δυο από τους γεννήτορές τους το οικονομικό δαιμόνιο, όμως η πρώτη τολμά να διαθέτει μέρος των κερδών της σε φιλανθρωπικές δράσεις, αφού η ψυχή της αδυνατεί να επιλέξει την αναλγησία, όπως ο αγαπημένος της. Στο σημείο αυτό ο Γάλλος δραματουργός βρίσκει την ευκαιρία να θίξει τη στάση της Εκκλησίας και των εκπροσώπων της, ενώ με λεπτή και χαρακτηριστική ειρωνεία σχολιάζει ότι οι φιλάργυροι δεν πιστεύουν στη μετά θάνατον ζωή, παρά μόνον στον παρόντα χρόνο.

Παράλληλα μέσω της ηρωίδας του, ο Μπαλζάκ εκφράζει τόσο τις απόψεις του για τη θέση των γυναικών που η μοίρα τους είναι να νιώθουν, να αγαπούν, να υποφέρουν και να αφιερώνονται, όσο και τη δυνατότητα που έχει κάθε ανθρώπινο όν να παλέψει για τα «θέλω» του, έστω και εάν γνωρίζει εκ των προτέρων την ανισότητα της μάχης.

Η Ευγενία Γκραντέ – που θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα του σπουδαίου αυτού μυθιστοριογράφου και εκπρόσωπου του ρεαλισμού – δεν είναι επομένως μόνο η ιστορία ενός φιλάργυρου, αλλά κυρίως η ιστορία μιας γυναίκας που «ενώ γεννήθηκε για να είναι σύζυγος και μητέρα, δεν είχε ούτε άνδρα, ούτε παιδιά, ούτε οικογένεια».