Από την Ισμήνη Χαρίλα
«Σ’ ένα χωριό της Μάντσας, που ούτε να το θυμηθώ δεν θέλω, ζούσε πριν από καιρούς, ένας ιδαλγός: ένας Ισπανός άρχοντας από εκείνους που έχουν πάντα ένα κοντάρι στο ράφι, ένα παμπάλαιο σκουτάρι, ένα ψωράλογο κι ένα λαγωνικό για το κυνήγι». Με αυτήν την πρόταση ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέρδα ξεκινά την περιγραφή του διάσημου ήρωά του, του Δον Κιχώτη ντε λα Μάντσα που οι ιστορικοί υποστήριξαν ότι είναι ο «ίδιος ο μεγάλος Θερβάντες με πανοπλία ιππότη».
Το έργο, που χρονολογείται από τις 26 Σεπτεμβρίου 1604, εκδόθηκε σε δυο μέρη – το 1605 και το 1615 – και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας διότι σηματοδότησε την αρχή του νεότερου μυθιστορήματος. Ο Θερβάντες πλάθει έναν ήρωα διαχρονικό και προσιτό σε όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως καταγωγής, ηλικίας ή πεποιθήσεων και αφηγείται μια ιστορία που σήμερα είναι πασίγνωστη.
Ο πενηντάχρονος και ηλικιωμένος για τα δεδομένα της εποχής του ιδαλγός Αλόνσο Κιχάνο, παθιασμένος από όσα διάβαζε στα ιπποτικά μυθιστορήματα, εγκαταλείπει το σπίτι του και γίνεται ένας περιπλανώμενος ιππότης με απώτερο σκοπό την αιώνια δόξα και την αγάπη μιας χωριατοπούλας, της Αλδόνζα Λορέντσο που ο ίδιος αποκαλεί Δουλτσινέα του Τομπόζο. Αλλάζει λοιπόν το όνομα του, γίνεται ο Δον Κιχώτης και ξεκινά την αποστολή του να σώσει τον κόσμο με μοναδική συντροφιά το άλογό του, τον Ροσινάντε. Σύντομα όμως οι πρώτες κακουχίες που βιώνει, εξαιτίας της χιμαιρικής του φαντασίας, τον εξαναγκάζουν να επιστρέψει στην οικία του, για να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και να ξαναφύγει συνοδευόμενος αυτήν τη φορά από έναν γείτονά του, τον Σάντσο Πάντσα, που ορίζεται ιπποκόμος του.
Οι δυο αυτές μορφές μετουσιώνουν επομένως τα δυο βασικά σημεία αναφοράς του ατόμου, δηλαδή τη λογική και το συναίσθημα. Ο Δον Κιχώτης που επονομάζεται αρχικά Ιππότης της Ελεεινής Μορφής και μετέπειτα Ιππότης των Λεόντων, είναι ένας ιδεαλιστής, ένας άνθρωπος που – όπως και ο δημιουργός του – πιστεύει ακράδαντα στην έννοια της τιμής και του καθήκοντος και παλεύει για αυτό που κρίνει ότι είναι σωστό, ανεξάρτητα από τις αδυναμίες του. Οι οικείοι του ισχυρίζονται φυσικά ότι είναι σχιζοφρενής, αφού ο νους του παραποιεί τις εικόνες που αντικρίζει, προσδίδοντάς τους αλλόκοτες ερμηνείες, όπως επί παραδείγματι τότε που οι ανεμόμυλοι μεταμορφώθηκαν σε απειλητικούς γίγαντες.
Μήπως όμως τελικά πίσω από τη φαινομενική τρέλα του κρύβεται η λαχτάρα διαφυγής από μια πραγματικότητα που δεν ικανοποιεί τις βαθύτερες προσδοκίες και επιθυμίες; Ας μην ξεχνάμε ότι τρεις αιώνες αργότερα από τη συγγραφή του Δον Κιχώτη, οι υπερρεαλιστές υποστήριξαν ότι «η τρέλα είναι η λογική του παραλόγου» και το στοιχείο που δεν δύναται να γίνει αντιληπτό από το σύνολο.
Σε κάθε περίπτωση ο Δον Κιχώτης ζει σε μια ουτοπία, όπου βασιλεύουν η καλοσύνη και η δικαιοσύνη σε αντίθεση με τον Σάντσο Πάντσα που ενσαρκώνει τη ρεαλιστική οπτική της ζωής. Ο φτωχός ιπποκόμος πατά γερά στη γη και προσπαθεί να επιβιώσει σ’ έναν κόσμο που δεν είναι ούτε ολότελα καλός, αλλά ούτε και ολότελα κακός. Το δε παρουσιαστικό του αντιπαραβάλλεται ξεκάθαρα στον αφέντη του. Ο Σάντσο είναι ένας κοντός, παχουλός και αφελής χωρικός που ταξιδεύει με το γαϊδουράκι του. Ο Δον Κιχώτης είναι ένας ψηλόλιγνος, λιπόσαρκος και μορφωμένος ευγενής της παλαιάς τάξης που ιππεύει στο άλογό του. Προφανώς τα χαρακτηριστικά αυτά δεν είναι τυχαία και ο Θερβάντες τα χρησιμοποίησε εντέχνως προκειμένου να οξύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα σ’ αυτά που αντιπροσωπεύουν οι ήρωές του, δηλαδή τη ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας και την ιδεαλιστική ερμηνεία της.
Ο Δον Κιχώτης συνεπώς είναι μια υπερβατική μορφή που επιχειρεί να σπάσει τα δεσμά και να προσπεράσει τα όρια της κοινωνίας και αυτός ακριβώς είναι ο συντελεστής στον οποίο οφείλει τη διαχρονικότητά του. Παρόλο δε που φημολογείται ότι ο Θερβάντες τον εμπνεύστηκε κατά την περίοδο της φυλάκισής του, η επιθυμία διαφυγής δεν περιορίζεται τόσο στην έννοια της σωματικής λύτρωσης, όσο στην απελευθέρωση της πνευματικής και συναισθηματικής έκφρασης.
Εν κατακλείδει, όπως επισήμαναν οι λογοτεχνικές αναλύσεις του παρελθόντος «ο Δον Κιχώτης έκανε τον κόσμο να γελά, δίχως να πάψει να τον εκτιμά και έκανε τους ανθρώπους να σκέφτονται, δίχως να πάψει να είναι διασκεδαστικός».