Από την Ισμήνη Χαρίλα
Ένας απογοητευμένος άνθρωπος, που θεωρεί ότι η ζωή δεν μπορεί πλέον να του προσφέρει τίποτα, είναι ο βασικός πρωταγωνιστής του έργου του Δημητρίου Βαλασιάδη – του γνωστού δηλαδή πεζογράφου Μενελάου Λουντέμη – «Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους» που εκδόθηκε το 1956.
Σε πρωτοπρόσωπη γραφή, το κείμενο περιλαμβάνει αρκετούς βιογραφικούς συσχετισμούς και επικεντρώνεται στη ρεαλιστική απεικόνιση της εποχής μέσω της περιπλάνησης του ήρωα σε διάφορες ελληνικές πόλεις και της συχνής αντιθετικής εναλλαγής επαγγελμάτων του, αφού ξεκινά ως λούστρος και στη συνέχεια εργάζεται ως λογιστής, ηθοποιός, υπάλληλος και πλανόδιος βιβλιοπώλης.
Με αδρές περιγραφές, ο Λουντέμης μεταφέρει στον αναγνώστη την καθημερινότητα της λαϊκής τάξης και τις άγνωστες πτυχές του περιθωριακού κόσμου. Άνθρωποι που προσπαθούν να επιβιώσουν παλεύοντας καθημερινά με τη φτώχεια, την ασθένεια και την απάθεια εκείνων που, ενώ μπορούν, δεν κάνουν τίποτα για να εξαλείψουν τις ανισότητες και να επιφέρουν την ισορροπία. Ο πόνος, η αδιαφορία και η κοινωνική σήψη είναι επομένως τα κύρια θέματα που αναδεικνύονται στο συγκεκριμένο πόνημα σε συνδυασμό με τις αναφορές ιστορικών γεγονότων, όπως επί παραδείγματι το κάψιμο των βιβλίων στη Γερμανία:
«Άμα καίγεται ένας άνθρωπος είναι ένα έγκλημα. Άμα όμως καίγεται ένα βιβλίο είναι ένα σκοτάδι. Χαμηλώνει ο πολιτισμός».
Ο συγγραφέας λοιπόν με την ιδιότυπη γραφή του που χαρακτηρίζεται από έναν λυρικό ρυθμό, την παρουσία προφορικότητας και έντονα σημεία κυνισμού, σχολιάζει και θέτει βασικά ερωτήματα γύρω από τις έννοιες της εξουσίας, της αλήθειας και της συναισθηματικής αναδίπλωσης.
Η πλοκή εξυπηρετεί ουσιαστικά την έκφραση ιδεών και εικόνων και θίγει τα μικρόβια της κοινωνίας «τον τρόμο, το άγχος, την κοινωνική καταδυνάστευση, την τυραννία, τον πόλεμο». Η δε αμφιλεγόμενη αγάπη που νιώθουν τόσο ο ήρωας για την Αλίκη, όσο και ο φίλος του, ο υπερρεαλιστής λογοτέχνης Γιάννης Σκαρίμπας, για την «Κυρία με τα μαύρα» και η δραματική κατάληξη των ιστοριών τους υπογραμμίζουν τη ματαιότητα της αναζήτησης ψευδαισθήσεων.
Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, ο ίδιος ο δημιουργός ανέφερε ότι ο στόχος του δεν ήταν η Τέχνη, αλλά η ανάδειξη των κοινωνικών ζητημάτων, η σύγχρονη ανάγνωση δεν θα πρέπει να σταθεί στον εντοπισμό των λογοτεχνικών στοιχείων, αλλά να διεισδύσει στην ουσία του προφανούς και να αντιπαραβάλλει εκείνην τη χρονική περίοδο με τη σημερινή, προκειμένου να αντιληφθεί ότι τελικά οχτώ περίπου δεκαετίες αργότερα όλα αφήνονται να επιστρέψουν στο σημείο μηδέν:
«Ήταν νεκρή για εμένα η Αθήνα. Έσταζε μέσα μου η πίκρα και θόλωναν τα μάτια μου. Δεν ήθελα να μπω στην καρδιά της πόλης. Η πλατεία της Ομονοίας ήταν σαν βρώμικος αφαλός που μάζευε όλον τον ιδρώτα και τη λάσπη του πελώριου κορμιού της».