από την Μάρθα Πατλάκουτζα.

 

Στη ζωή θα συναντήσεις πολλές καταιγίδες. Εσύ επιλέγεις ποιες θα κρατήσεις μέσα σου και ποιες θα καταδικάσεις στη λήθη.

Θυμάσαι όταν ήσουν παιδί και σε τρόμαζαν οι αστραπές και οι βροντές. Χωνόσουν κάτω από τις κουβέρτες. Ήταν το άγνωστο που έμοιαζε χαοτικό κι εντελώς μισητό.

Πάντοτε σε αιφνιδίαζαν, καθώς έπειτα από μια ηλιόλουστη μέρα εντελώς απρόσμενα ο ουρανός άλλαζε πρόσωπο. Σκοτείνιαζε, βάραινε. Ένιωθες τον επικίνδυνο ηλεκτρισμό του να σε κυκλώνει. Η πρώτη σου αντίδραση ήταν να κρυφτείς, ν’ αποφύγεις την οργή του.

Αφού έζησες αρκετές καταιγίδες άρχιζες να δοκιμάζεις τις δυνάμεις σου. Ανασήκωνες το βλέμμα και ζητούσες ν’ αναμετρηθείς με ότι στοίχειωνε τον ουρανό σου.

Και τα στοιχειά άρχισαν να πολλαπλασιάζονται με μαθηματική ακρίβεια. Γνήσιοι εχθροί της γαλήνης σου ύπουλα σε περιτριγύριζαν γυρεύοντας τη δική τους ευκαιρία για να πάρουν τα ηνία της ψυχής σου.

Αντιστεκόσουν.

Μεγάλωνες και θόλωνε η οπτική σου.

Τότε αναρωτήθηκες μήπως η καταιγίδα είχε έναν άλλο λόγο ύπαρξης.

Αναρωτήθηκες πως ίσως να μπορούσε να σε λυτρώσει, ίσως να μπορούσε να ξεπλύνει τα σκοτάδια…

Στον λαβύρινθο του ουρανού αναζήτησες τον ήχο που θα έδιωχνε τη βαρυσυννεφιά.

«Αλήθεια έχεις δει την καταιγίδα στα μάτια του ανθρώπου που αγαπάς;»