Από την Ισμήνη Χαρίλα

Στην «Ευγενία Γκραντέ» ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ επικεντρώνεται στη φιλαργυρία του πατέρα της ηρωίδας και στις κακουχίες στις οποίες υποβάλλει την οικογένειά του παρασυρόμενος από το πάθος του για την αύξηση της περιουσίας του, ενώ στον «Μπαρμπα – Γκοριό» δημιουργεί έναν εκ διαμέτρου αντίθετο χαρακτήρα, έναν πατέρα που αφιερώνει την ύπαρξή του στην ευτυχία των θυγατέρων του.

Το έργο – που πρωτοεμφανίστηκε το 1835 στο «Revue de Paris» και εκδόθηκε ως βιβλίο το 1842 – ανήκει στις «Σκηνές της Ιδιωτικής Ζωής» και περιλαμβάνεται και αυτό στην «Ανθρώπινη Κωμωδία», τη συλλογή δηλαδή μυθιστορημάτων του δημιουργού με τα οποία παρουσιάζει και σχολιάζει τη Γαλλική κοινωνία κατά τις περιόδους της Παλινορθώσεως μετά την πτώση του Ναπολέοντα και της Ιουλιανής Μοναρχίας.

Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας από τους ενοίκους της Πανσιόν Βωκέ, ένας άνδρας εξήντα εννέα ετών που δεν ζει παρά για να βλέπει τις κόρες του ευτυχισμένες. Η αφήγηση της ιστορίας ξεκινά το 1819 και παρόλο που ο πρωταγωνιστής κατοικεί ήδη έξι χρόνια στην πανσιόν, κανένας δεν γνωρίζει ότι η σταδιακή μείωση της περιουσίας του οφείλεται στη διαρκή αφαίμαξή της από τις κόρες και τους γαμπρούς του. Εκείνος, ανενδοίαστα, περιορίζει τις ανάγκες του στα απολύτως απαραίτητα και προσφέρει στα παιδιά του ό,τι έχει, παρόλο που δεν αποδέχεται από αυτά παρά μόνο την αδιαφορία τους. Παράλληλα οι υπόλοιποι ένοικοι, αγνοώντας το μυστικό του, προχωρούν στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι είναι ένας έκλυτος γέρος που συναναστρέφεται νεαρές κοπέλες και από «Κύριο Γκοριό» τον αποκαλούν πλέον ειρωνικά «Μπαρμπα – Γκοριό». Η αλήθεια θα αποκαλυφθεί όταν ένας νεαρός φοιτητής της νομικής, ο Ραστινιάκ, που κατοικεί στην ίδια πανσιόν, θα γνωρίσει τυχαία και θα ερωτευτεί μία από τις δυο κόρες του.

Μέσω επομένως της εξέλιξης των γεγονότων, αλλά και των πράξεων των ηρώων ο Μπαλζάκ θα επιτύχει να σχολιάσει βασικά θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Το χρήμα δεν είναι απλώς ένα μέσο επιβίωσης, αλλά ο βασικός ρυθμιστής της κοινωνίας και η άποψη των ανθρώπων γι’ αυτό καθορίζει και τις αντιδράσεις τους. Ο αναγνώστης παρατηρεί συνεπώς την χήρα Βωκέ, την ιδιοκτήτρια της Πανσιόν, να απορρίπτει την απόφασή της να παντρευτεί τον πλούσιο Γκοριό, όταν εκείνος καταλήγει φτωχός. Ο δε Βωτρέν – γνωστός εγκληματίας στην Αστυνομία, ως «Trompe La Mort», δηλαδή εκείνος που ξεγελάει τον θάνατο, δεν διστάζει να διαπράξει ακόμη και φόνο για να αποκομίσει κέρδος, ενώ οι κόρες του Γκοριό θα προτιμήσουν να παρευρεθούν σε κοινωνικές εκδηλώσεις, παρά να σταθούν κοντά στον πατέρα τους την ώρα του θανάτου του και της κηδείας του. Ακόμη και οι συνοικίες του Παρισιού διακρίνονται σε αυτές των φτωχών και των πλουσίων και κάθε δραστηριότητα – από το μέσο μετακίνησης έως το φαγητό – χαρακτηρίζει και ταξινομεί τους πολίτες.

Σε αντιδιαστολή με τον υλισμό, ο δημιουργός προβάλλει τα συναισθήματα και τις οικογενειακές σχέσεις. Στην εκδήλωση αγάπης της μητέρας και των αδελφών του Ραστινιάκ, αλλά και εκείνης του Γκοριό, αντιτίθεται η αναλγησία των θυγατέρων του τελευταίου, καθώς και η επίπλαστη οικογενειακή ευτυχία που ισορροπεί σε εξωσυζυγικές σχέσεις. Εάν λοιπόν στην «Ευγενία Γκραντέ», ο Μπαλζάκ υποστήριζε ότι μοίρα των γυναικών είναι να νιώθουν, να αγαπούν, να υποφέρουν και να αφιερώνονται, στον «Μπαρμπα – Γκοριό» σχολιάζει ότι οι γυναίκες αναζητούν τους φιλόδοξους άνδρες, γιατί αισθάνονται ευτυχισμένες όταν είναι δυνατές.

Επιπρόσθετα ο εγωισμός, η αχαριστία, η ματαιοδοξία, η διαφθορά και το ψέμα αντιμάχονται την αυταπάρνηση, την ευγνωμοσύνη, τη σεμνότητα, την αθωότητα και την αλήθεια και αντιπροσωπεύονται τόσο από τα γυναικεία, όσο και από τα ανδρικά αφηγηματικά πρόσωπα.

Η λεπτομερειακή περιγραφή εντοπίζεται φυσικά και σε αυτό το πόνημα του Γάλλου δραματουργού, αφού ο ίδιος είχε εξηγήσει ότι το σκηνικό εξηγεί ή / και ωθεί πολλές φορές τις δράσεις και τις αντιδράσεις.

Η δε ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, που είναι ένα από τα βασικά στοιχεία του λογοτεχνικού κινήματος του Ρεαλισμού που εκπροσωπεί ο Μπαλζάκ, είναι εμφανής σε ολόκληρο το κείμενο, καθώς επίσης και η οργάνωση της πλοκής που δεν επιζητά το εξωπραγματικό, αλλά αποδέχεται τη φυσική νομοτέλεια.

Τέλος είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο Γκοριό ενδόμυχα γνωρίζει ότι οι κόρες του δεν τον αγαπούν, αφού ο ίδιος σχολιάζει λίγο πριν το τέλος του «Δεν με αγαπούν! Δεν με αγάπησαν ποτέ! Αυτό είναι ξεκάθαρο!»