Από την Ισμήνη Χαρίλα
Ο «Καντίντ ή η αισιοδοξία» είναι ένα φιλοσοφικό διήγημα του 1759 που, όπως αναφέρουν τα ιστορικά στοιχεία, εκδόθηκε ανώνυμα στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στο Άμστερνταμ και τη Γενεύη και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του τόσο στη γαλλική πρωτεύουσα, όσο και στη Ρώμη, κατά τη μεταγενέστερη έκδοσή του.
Ο εμπνευστής του έργου είναι ο Βολταίρος, παρότι ο ίδιος αρνήθηκε την πατρότητά του όχι μόνο – σύμφωνα με τους μελετητές – εξαιτίας της πρωθύστερης φυλάκισής και εξορίας του, αλλά και γιατί δεν πίστευε ότι ήταν αντάξιο της φήμης του.
Στο συγκεκριμένο πόνημα, ο Βολταίρος αντικρούει τη θεωρία του Γερμανού φιλόσοφου Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς που υποστήριζε ότι «το Σύμπαν είναι το καλύτερο δυνατό που θα μπορούσε να δημιουργήσει ο Θεός». Μέσω του ήρωά του, του Καντίντ – που η ετυμολογία του ονόματος είναι άκακος / άδολος και γι’ αυτό σε ελληνικές μεταφράσεις το κείμενο τιτλοφορείται ως «ο Αγαθούλης» – και της περιπλάνησής του σε χώρες της Ευρώπης, της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, ο συγγραφέας διακωμωδεί την τελειότητα του κόσμου.
Βασικό πρόσωπο του Διαφωτισμού και οπαδός του Ντεϊσμού (Θεϊσμού), ο Βολταίρος ασπάζεται την άποψη ότι «η λογική και όχι η Θεία Αποκάλυψη τοποθετούνται στη βάση της πίστης στον Θεό» και ως εκ τούτου η λογική είναι εκείνη που πρέπει να υπερτερεί στις σημαντικές αποφάσεις.
Καθένας από τους δέκα χαρακτήρες της ιστορίας συμβάλλει στην αποτύπωση των ιδεών του φιλοσόφου και κάθε μία σελίδα εκφράζει τις πεποιθήσεις του. Με λεπτή ειρωνεία αποδεικνύεται πως όλα μεταβάλλονται από τη μια στιγμή στην άλλη και οποιοσδήποτε αποδέκτης της βίας μπορεί να εκδηλώσει αυτομάτως επιθετική ή εκδικητική συμπεριφορά. Ταυτόχρονα ο πόλεμος, οι λεηλασίες, η σωματική και ψυχική κακοποίηση, οι βιασμοί, οι αιχμαλωσίες και το σκλαβοπάζαρο που υπομένουν οι ήρωες αντιμάχονται την ελπίδα, τον έρωτα και τη θαμπή ανάμνηση της ευτυχίας.
Μέσω της γρήγορης αφήγησης, που δεν κουράζει τον αναγνώστη, αναφέρονται, τόσο τα κύρια σημεία της περιπέτειας του Καντίντ, όσο και γεγονότα που σημάδεψαν το παρελθόν, όπως η δραστηριότητα των πειρατών της Αφρικής, ο σεισμός του 1755 στη Λισσαβώνα και οι ποικίλες επιδημικές ασθένειες που ταλάνιζαν τους ανθρώπους της εποχής.
Παράλληλα δίνεται η ευκαιρία στον δημιουργό να αντιτεθεί στη λειτουργία των μοναστηριών που υποδαυλίζουν τη ζήλεια, τη διχόνοια και την οργή και στα αδικήματα της Ιεράς Εξέτασης, η οποία βασιζόμενη στην προκατάληψη και στη διάδοση ψευδών ειδήσεων, χειραγωγεί τον λαό με απώτερο σκοπό την ισχύ και τον πλούτο.
Σε αντιδιαστολή με τις κακόβουλες πράξεις των Ιεροεξεταστών, παρουσιάζεται η μυθική χώρα της Λατινικής Αμερικής, το Ελ Ντοράντο, όπου η έννοια του Θεού είναι τελείως διαφορετική από αυτήν στις χώρες της Δύσης:
«Δεν ζητάμε τίποτα από τον Θεό, είπε ο Σοφός στον Καντίντ. Μας έδωσε όλα όσα χρειαζόμασταν και Τον ευχαριστούμε διαρκώς».
Ακριβώς επομένως όπως πρέσβευαν οι Ντεϊστές, ο Θεός έπλασε τον Κόσμο, αλλά δεν παρεμβαίνει στην πορεία του. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να σκέφτεται, να ενεργεί και να διαμορφώνει την προσωπική του άποψη.
Επιπρόσθετα, η σημασία της ζωής και της υπεράσπισης του δικαιώματος της ύπαρξης αντανακλά στην επιθυμία του θανάτου και της αυτοκτονίας στις στιγμές του μαρτυρίου:
«Είδα (…) έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων που αντιμετώπιζαν με βδελυγμία τη ζωή τους, αλλά δεν είδα παρά δώδεκα που έβαλαν οικειοθελώς τέλος στη μιζέρια τους», παραδέχεται η ηλικιωμένη υπηρέτρια της αγαπημένης του Καντίντ, της Κυνεγόνδης.
Εν κατακλείδι, το ταξίδι του Καντίντ και οι φρικαλεότητες που βιώνουν ο ίδιος και οι σύντροφοί του κατά την προσπάθειά τους να γλυτώσουν από τις εχθροπραξίες, μετουσιώνονται ουσιαστικά σ’ ένα πνευματικό ταξίδι, όπου τίθενται τα βασικά ερωτήματα της ζωής και υπερτερεί η απελπισία της αισιοδοξίας. Διότι, όπως απαντά και ο Καντίντ στο σχετικό ερώτημα για το «τι είναι η αισιοδοξία», «είναι η μανία να υποστηρίζεις ότι όλα είναι καλά, ενώ δεν είναι».