Από την Ισμήνη Χαρίλα
O Έντγκαρ Ουάλας ήταν πολυγραφότατος Βρετανός συγγραφέας με περισσότερα από εκατόν εβδομήντα έργα στο ενεργητικό του, που έζησε στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα και υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής. Ξεκίνησε την καριέρα του ως δημοσιογράφος και μετέπειτα ασχολήθηκε με το μυθιστόρημα και δη το αστυνομικό, αλλά και τη συγγραφή σεναρίων για ταινίες του Χόλυγουντ, με πιο γνωστή τον «Κινγκ Κονγκ» του 1933.
Η φήμη του και η ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού τού επέτρεπε τη μεγάλη εκδοτική παραγωγή και μάλιστα οι βιογραφικές πηγές αναφέρουν ότι ο Ουάλας, προκειμένου να προλαβαίνει τις προθεσμίες, υπαγόρευε τα βιβλία του σε δακτυλογράφους μέσω μαγνητοφώνου.
Στην αστυνομική νουβέλα «The Strange Countess» που δημοσιεύτηκε το 1925 και μεταφράστηκε στα ελληνικά με τον τίτλο «Το παιχνίδι της Τυφλόμυγας», η βασική ηρωίδα είναι η Λόις Ρεντλ, μια νεαρή γυναίκα που φεύγει από το δικηγορικό γραφείο που εργαζόταν για να αναλάβει χρέη ιδιαιτέρας γραμματέως της Λαίδης Μόρον. Μέσα σε ελάχιστες ημέρες η ζωή της ανατρέπεται και όλα όσα θεωρούσε δεδομένα καταρρέουν σαν ένας πύργος στην άμμο. Ανακαλύπτει στη φυλακή τη μητέρα της που έως τότε θεωρούσε νεκρή και εμπλέκεται σε μια περιπέτεια που έχει ως στόχο την εξαφάνιση της ίδιας και την καπηλεία – της άγνωστης για εκείνη – κληρονομιάς της.
Ο συγγραφέας, βασιζόμενος και στην εμπειρία του ως αστυνομικός ρεπόρτερ, στήνει ένα σκηνικό με λεπτομερειακές περιγραφές που παραπέμπουν σε κινηματογραφική απεικόνιση και σκηνές θρίλερ. Ενώ όμως η ιστορία διαθέτει αρκετά ενδιαφέροντα σημεία, ικανά να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, δυστυχώς οι πρώιμες αποκαλύψεις κατά τη διάρκεια της διήγησης, όχι μόνο δεν υποβοηθούν την κορύφωση της έντασης και της αγωνίας, αλλά τουναντίον μαρτυρούν πρόωρα τη λύση του αινίγματος.
Από την άλλη πλευρά, οι χαρακτήρες στο σύνολό τους δεν ανταποκρίνονται στον ρόλο τους και ενώ οι πράξεις τους επεξηγούνται από τον αφηγητή, παρατηρούνται αρκετές αντιφάσεις και δίνεται η αίσθηση ότι η εξέλιξη της ιστορίας δρομολογείται προς μια επίλυση που θα έχει απαραιτήτως ως αποτέλεσμα τη δικαίωση, παρόλο που η πορεία των γεγονότων θα επέτρεπε ακριβώς το αντίθετο.
Δεδομένων των παραπάνω, τίθεται επομένως ο προβληματισμός της συνάρτησης του χρόνου συγγραφής ενός κειμένου και ουσιαστικής ολοκλήρωσης του, καθώς και η αποσύνδεση του διττού προορισμού του ως βιβλίου και ως βάσης οπτικής παρουσίασης. Ποια είναι τελικά η υποχρέωση του δημιουργού; Το κυνήγι του χρόνου για να ικανοποιήσει τις εκδοτικές απαιτήσεις και τη ζήτηση των αναγνωστών που ίσως εστιάζουν στην επιφάνεια και όχι στην ουσία; Ή μήπως η διατήρηση αποστάσεων και η διαφύλαξη του ίδιου του πονήματος με απώτερο πάντοτε σκοπό την τελειοποίησή του;