Από την Ισμήνη Χαρίλα
Το 1848 εκδίδεται η «Κυρία με τις Καμέλιες» του Αλέξανδρου Δουμά (υιού) με βασικό θέμα τον καταδικασμένο έρωτα της φημισμένης εταίρας του Παρισιού Μαργαρίτας Γκωτιέ και του νεαρού Αρμάνδου Ντυβάλ.
Το 1920 η Κωλέτ παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό τον «Αγαπημένο» που περιγράφει την ερωτική σχέση ανάμεσα σε μια πλούσια εταίρα σαράντα εννιά ετών, την Λεά ντε Λονβάλ και τον κατά εικοσιτέσσερα χρόνια μικρότερό της, τον Chéri, ή κατά κόσμον Φρεντ Πελού.
Ενώ στο πρώτο έργο υπάρχει η σύγκρουση των πεποιθήσεων της επονομαζόμενης καλής και ενάρετης κοινωνίας και του περιθωριακού κόσμου, στο δεύτερο οι ήρωες ανήκουν στο ίδιο περιβάλλον χωρίς ετερόκλητες προσεγγίσεις.
Η Μαργαρίτα Γκωτιέ για τους συμπολίτες της δεν είναι «η γυναίκα που είχε μια αθωότητα μέσα της», όπως αποφαίνεται ο Αρμάνδος, αλλά εκείνη που κρατά πάντοτε ένα μπουκέτο καμέλιες που υποδηλώνουν με το άσπρο ή το κόκκινο χρώμα τους τη διαθεσιμότητά της για τους εραστές της.
Η Λεά αντίθετα στην αλλαγή του αιώνα και απαλλαγμένη από πουριτανισμούς, διεκδικεί το δικαίωμα κάθε γυναίκας να ορίζει το σώμα της και να είναι ανεξάρτητη.
Ανάμεσα σε αυτά τα δυο μυθιστορήματα επομένως δημοσιεύτηκε το 1880 η «Νανά» του Εμίλ Ζολά, μια πόρνη που εξελίσσεται σ’ εταίρα και στο γυναικείο σεξουαλικό πρότυπο που οδηγεί στην απόλυτη καταστροφή κάθε άνδρα που την προσεγγίζει.
Εμπνευσμένος από την «Ανθρώπινη Κωμωδία» του Μπαλζάκ, ο Ζολά επιχείρησε να μελετήσει την επιρροή του περιβάλλοντος στο άτομο και γι’ αυτό από το 1871 έως το 1893 έγραψε 20 μυθιστορήματα που αποτελούν το σύνολο της κληρονομικής αναφοράς της οικογένειας «Ρουζόν Μακάρ»[1]
Η Νανά αποτελεί το ένατο πόνημα και ο Ζολά περιγράφει το Παρίσι κατά την περίοδο της Δεύτερης Αυτοκρατορίας υπό την διακυβέρνηση του Ναπολέοντα Γ’.
Ηρωίδα είναι ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι που μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση και σύντομα κατέληξε στην πορνεία. Η αφήγηση της ιστορίας ξεκινά το 1868, όταν η Νανά κάνει το ντεμπούτο της στο θέατρο στον ρόλο της Ξανθιάς Αφροδίτης. Ατάλαντη και δίχως τις απαραίτητες γνώσεις δεν θα μπορούσε ποτέ να διεκδικήσει μια θέση στον θίασο, αν δεν είχε ένα σώμα που γεννά τον ακόρεστο πόθο. Εμφανίζεται γυμνή στη σκηνή, κερδίζει τον θαυμασμό και από το πρώτο κιόλας λεπτό δίνει το στίγμα της ως ένα «αρπακτικό που κατασπαράζει τους άνδρες». Ουδείς μπορεί να της αντισταθεί και εκείνη τους χρησιμοποιεί όλους για να κερδίσει ό,τι επιθυμεί. Συναντά άνδρες που είναι πρόθυμοι να της χαρίσουν την αληθινή ευτυχία, εκείνη όμως – κενή και επιπόλαιη – τους εγκαταλείπει και ακολουθεί έναν ηθοποιό, ο οποίος την κακοποιεί και την ωθεί ξανά στο πεζοδρόμιο. Εντελώς αδύναμη, επιλέγει να σταθεί στα πόδια της, κατορθώνει να ξεφύγει και να ξαναγυρίσει στους κύκλους των αριστοκρατών. Αυτήν τη φορά η δίψα της είναι ακόρεστη τόσο για τους εραστές, αλλά και τις ερωμένες της, όσο και για τη συσσώρευση χρημάτων. Σταδιακά γίνεται η αιτία είτε του οικονομικού αφανισμού, είτε ακόμη και του θανάτου των χρηματοδοτών της. Όταν δε συνειδητοποιεί ότι οι τελευταίοι αδυνατούν πλέον να καλύψουν τις σπατάλες της, εξαφανίζεται. Κανείς δεν γνωρίζει πού πήγε και οι φήμες αναφέρονται στο Κάιρο και τη Ρωσία, ώσπου μαθαίνουν ότι επέστρεψε και ότι βρίσκεται σε ένα ξενοδοχείο πλούσια μεν, αλλά ετοιμοθάνατη από ευλογιά που κόλλησε από τον γιο της. Η αυλαία της υπόθεσης κλείνει με τον θάνατό της και την κήρυξη του Γαλλο – Πρωσικού πολέμου του 1870.
Ο Ζολά επομένως, μέσω της Νανάς, θίγει την ανηθικότητα και την υποκρισία, όπου όλοι κινούνται γύρω από την εξωτερική εικόνα και όχι την πραγματική αντανάκλαση. Άνθρωποι που, ενώ υποστηρίζουν την εντιμότητα, παραδίδονται στη λαγνεία και τις εντολές της σάρκας, αδυνατώντας να επιβάλλουν τη λογική στα πάθη τους.
«Στους μεθύστακες των συνοικισμών, η μαύρη φτώχεια, το άδειο τσουκάλι, η τρέλα του ποτού ήταν που άδειαζαν το πουγκί και κατέστρεφαν τελικά τις οικογένειες. Εδώ το βαλς αυτό σήμαινε το τέλος (…) η Νανά (…) προκαλώντας τελικά την αποσύνθεση αυτού του κόσμου».
Μέσω των λεπτομερειακών περιγραφών, χαρακτηριστικό του Νατουραλισμού, ο Ζολά προσδίδει όλη τη σήψη και τον εκφυλισμό της κοινωνίας, δίχως να διστάσει να ξεσκεπάσει τη βρωμιά και τη λάσπη που την καλύπτει.
Η Νανά απομυζά τους εραστές της και οι υπηρέτες κλέβουν την ίδια σ’ έναν ατέρμονο κύκλο εξαπάτησης που εμπεριέχει τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα: την οκνηρία, την αλαζονεία, τη λαιμαργία, τη λαγνεία, την απληστία, την οργή και τη ζηλοφθονία. Όλοι υπηρετούν το δίπτυχο χρήμα και σεξουαλικότητα και η φαυλότητα διαποτίζει κάθε κύτταρο, ιδίως της Νανάς που δεν παραδέχεται καν την ενοχή της:
«Τα βάζουν με τις γυναίκες, όταν είναι οι ίδιοι οι άνδρες που τις βάζουν να τα κάνουν όλα αυτά (…). Αν δεν υπήρχαν αυτοί, θα ήμουν σε κανένα μοναστήρι να προσεύχομαι (..) Και πάλι αυτοί φταίνε! Εγώ δεν φταίω σε τίποτα!»
Η υποτιθέμενη άγνοια και η αποποίηση της ευθύνης μετατρέπουν συνεπώς αυτήν τη γυναίκα σε ένα σύμβολο που αντικατοπτρίζει την εποχή της. Ένα όμορφο σαρκίο που εσωκλείει οτιδήποτε άσχημο και διαλύεται από την ασθένεια, όπως και η Γαλλία από τον πόλεμο.
«Η αποσύνθεση της Αφροδίτης. (…) Το σκουλήκι εκείνο με το οποίο είχε δηλητηριάσει έναν ολόκληρο λαό, φαίνεται ότι τώρα είχε ανέβει στο πρόσωπο και της το σάπιζε».
[1] Οι Ρουζόν Μακάρ. Φυσική και κοινωνική ιστορία μιας οικογένειας κατά τη Δεύτερη Αυτοκρατορία.